Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ


Για ποια πατρίδα να σηκώσουμε κεφάλι
ψηλά να το κρατήσουμε αγέρωχο.
Για ποια ντροπή θα ζήσουμε με σκυμμένο κεφάλι,
ποιον ήλιο θα αφήσουμε να φωτίσει
την τιμημένη με το αίμα των προγόνων μας
ματωμένη γη, ελεύθερη Πατρίδα.   



Αξίζει μέσα στην μεγάλη μας ντροπή, μ’ αυτήν που μας παραγέμισαν οι γερμανοτσολίαδες «πατριώτες», οι χαραμοφάηδες τσαρλατάνοι, οι δωσίλογοι εκμαυλιστές και ρουφιάνοι του Γερμανοκίνητου βαρβαρισμού, αξίζει να έχουμε σηκωμένο το κεφάλι και αυτούς ακόμα να τους βλέπουμε να εκφωνούν λόγους και διθυράμβους πατριωτισμού, με όλο αυτό το σκυλολόι της μπατσαρίας και του παρακράτους των πληρωμένων τρομοκρατών, των  δημοσιολογούντων, μνημονιακών και «αντί-μνημονιακών»,  των «καθηγητάδων» αμφίβολης επιστημονικής κατάρτισης και των κουκουλοφόρων, συνεργάτες της κυβέρνησης,  που καίνε τις πόλεις και καταστρέφουν το μυαλό μας;

Πως θα απαντήσουμε όταν μας ρωτήσουν «Είστε Έλληνες ε;  Που πέφτει η Ελλάδα; Που είναι το χώρα σας;»
Τι θα τους πούμε; Στο βρακί της Μέρκελ; Στο κοντυλοφόρο της προδοσίας του Σαμαρά, του Παπαδήμου, του Παπανδρέου, του Βενιζέλου;

Αφού θελήσαμε να ασπαστούμε το «ανήκομεν εις την Δύση», αφού εξοστρακίσαμε τον πολιτισμό μας και ντυθήκαμε τα φτηνιάρικα ρούχα της «πολιτισμένης» βαρβαρότητας, του Δυτικού τρόπου ζωής, της Δυτικής σκέψης, σήμερα δρέπουμε τους καρπούς της σποράς μας.
Ναι μας αξίζει αυτή η ντροπή, μας αξίζει αυτός ο εξευτελισμός γιατί πως αλλιώς πρέπει να μας τιμωρήσει αυτή η χώρα όταν άμυαλα, φορώντας παρωπίδες ψηφίζαμε αυτούς τους τυχοδιώκτες, σαλταδόρους,  πασοκονεοδημοκράτες γλυψοκώληδες των οικονομικών συμφερόντων, γιατί   επιτρέψαμε στον φασισμό και στην δουλοπρέπεια να γίνουν οι καθοδηγητές μας, οι προστάτες μας, η διέξοδο για την καθημερινότητά μας.
Εμείς βοηθήσαμε να φτιαχτούν οι κομματικοί στρατοί. Εμείς αναγνωρίσαμε την ζωή μας σε φέουδο των κομμάτων και των αρχηγών τους. Εμείς τους προσκυνήσαμε και τους παρακαλέσαμε να πατήσουν πάνω στις πλάτες μας , πάνω στα παιδιά μας, πάνω στα όνειρά μας γιατί ζούσαμε σε αυταπάτη πως έτσι θα είμαστε ασφαλείς, θα είμαστε ευτυχισμένοι, θα ζούμε καλλίτερα, θα έχουμε στον ήλιο μοίρα.
Μας πλήρωναν με λεφτά ξένα και ψεύτικα και δεν τους σταματήσαμε, δεν τους ρωτήσαμε ποτέ, που τα βρήκατε ρε ρεμάλια όταν αυτή η χώρα παράγει ελάχιστα , όταν η μια βιομηχανία κλείνει πίσω από την άλλη, η μια γεωργική παραγωγή καταστρέφετε και η άλλη οδηγείται στην καταστροφή.

Αυτός ο λαός δεν ζήτησε ποτέ του πολλά πράγματα. Ένα κεραμίδι πάνω στο κεφάλι του, ένα γεράνι στο μπαλκόνι του, μια δουλειά που δεν θα του στερούσε την αξιοπρέπεια, μια ελευθερία και ένα αίσθημα ανεξαρτησίας και δίκαιης δικαιοσύνης, ένα σχολείο για να μην μείνουν τα παιδιά του αμόρφωτα σαν φύλλο στον άνεμο των επιτήδειων, ένα γιατρό και ένα νοσοκομείο για να μην πεθαίνει  αβοήθητος, για να μη στερείτε την υγειά του και μια σύνταξη όταν θα ζούσε τον υπόλοιπο χρόνο που του έμελλε να ζήσει πριν ξεκινήσει το ταξίδι στον δημιουργό του.
Αυτοί λοιπόν, οι τσαρλατάνοι, οι τοκογλύφοι, οι ανήθικοι, οι πρεζάκηδες της εξουσίας, οι πονηρά σκεφτόμενοι,  είτε γιατί τους έβαλαν, είτε γιατί έτσι το σκέφτηκαν, μας παραφούσκωσαν με ψεύτικο χρήμα, με ψεύτικη ευτυχία, με ψεύτικα λόγια, με ψεύτικους κόσμους και αφού μας έβαλαν όλους στο χέρι, κατόπιν μας κατηγόρησαν, ότι καταστρέψαμε την χώρας μας, ότι ζούσαμε σε βάρος της χώρας μας, ότι είμαστε λαμόγια και διεφθαρμένοι, ότι μαζί τα φάγαμε και τώρα πρέπει να πεινάσουμε , να δυστυχήσουμε για να σώσουμε την Πατρίδα, επειδή αυτή κινδυνεύει από εμάς.  

Αλλά ποια είναι η πατρίδα τους και ποια είναι η δική μας; Γιατί η δική μας βρίσκεται πάντα να δυστυχεί και να κινδυνεύει;
Αυτοί και τον προηγούμενο καιρό της ασυδοσίας τους και σήμερα της δυστυχίας μας, πάντα κέρδιζαν, πάντα αυτοί και οι σπιούνοι τους, πάντα αυτοί και τα αφεντικά τους, οι οικονομική ελίτ που τους ταΐζει, πάντα κέρδιζαν. Μόνο εμείς πάντα χάναμε και πάντα πληρώναμε.
Κατηγορούν τους συνταξιούχους που πήραν την σύνταξή τους νωρίτερα, ξεχνώντας ότι εκείνοι τους έστειλαν την συνταξιοδότηση όταν τους έκλισαν τις επιχειρήσεις που εργάζονταν.
Ζητάνε να αυξηθούν τα εισιτήρια, γιατί οι φόροι πρέπει να πάνε στις τσέπες τους και στις τσέπες των αφεντικών τους.
Αφού κατέστρεψαν την παραγωγή προϊόντων και την παραγωγική βιομηχανία και Γεωργία, σήμερα κινδυνολογούν εναντίον του λαού που αντιδρά ότι δεν θα έχουν φάρμακα, βενζίνη , ψωμί. 
Επιθυμούν να είμαστε σε ξένο νόμισμα για να στηρίξουμε την οικονομία της Γερμανίας καταστρέφοντας την Ελληνική οικονομία πιστεύοντας ότι τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα τους ξανακάνουν βουλευτές και Πρωθυπουργούς.

Η δική τους Πατρίδα είναι η ΤΣΕΠΗ τους.
Η δική μας Πατρίδα είναι η δουλειά μας, οι φόροι μας, η γη μας, η ανεργία μας, η φτώχεια μας, ο πλούτος που μας έκλεψαν, το φιλότιμό μας και τα λάθη μας.

Σήμερα, έχουν το θράσος αφού ξεπούλησαν την γη μας, τα σπίτια μας, την σημαία μας, την πατρίδα μας, το νόμισμά μας,  τις θάλασσες μας, τον αέρα μας, τον ήλιο μας, το μεροκάματό μας, τους φόρους μας, θέλουν και πάλι να τους ψηφίσουμε για να συνεχίσουν να κάνουν αυτό για το οποίο, άλλοι έτσι γεννήθηκαν και άλλοι έτσι εκπαιδεύτηκαν.
Να καταστρέφουν τον λαό και την χώρα για να ζούνε αυτοί ευτυχέστερα και πάμπλουτα και εμείς εξαθλιωμένοι και υποζύγια.