Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Αηδία μου προκαλούν οι δημοσκοπήσεις και τα ποσοστά των δωσίλογων.

Καθώς πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών και τα στρατόπεδα των συνεταιριστικών δυνάμεων επεξεργάζονται μεθόδους υποκλοπής της ψήφου, σκέφτομαι πως ενώ το δεις εξαμαρτείν δεν αποτελεί σοφία για κάθε σώφρον άνθρωπο, στην Ελλάδα σώφρον άνθρωπος είναι αυτό που επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος μέχρις να κουραστεί το λάθος, και από λάθος να γίνει σωστό. Δηλαδή, αντί να διδασκόμαστε από τα λάθη μας, επιμένουμε τα λάθη μας να διδάσκονται από εμάς για να γίνουν σωστά. Ενώ βλέπουμε να καταστρέφεται κάθε τι που δόμησε το Ελληνικό πρότυπο κοινωνίας, ενώ συνηθίζουμε να υποστηρίζουμε ότι αποτελούμε απόγονοι ενός αρχαίου έθνους με πολλές χιλιάδες έτη πολιτισμού, ενώ δεν είναι και πολύ μακρινό το παρελθόν που ζήσαμε μέσα από τις αφηγήσεις ήδη ακόμη ζωντανών την θηριωδία του ναζισμού και των δωσίλογων, ενώ νιώσαμε την εξαπάτηση και την χλεύη των εξαπατητών μας που κυβερνούν την χώρα ως νέοι δωσίλογοι, ως νέοι συνεργάτες των Γερμανών , ενώ τους βλέπουμε να καταρρακώνουν το σύνταγμα, να μην σέβονται νόμους και αποφάσεις δικαστηρίων, να στρέφουν τους δικαστές εναντίον του λαού μας, να βιάζουν βάναυσα την οικογένεια, την νέα γενιά, τους απόμαχους της δουλειάς, να μεταχειρίζονται σαν απόβλητα τους εργαζόμενους καταδικάζοντας τους στην ανεργία και την εξαθλίωση, να ενοχοποιούν τους δεσμούς της οικογένειας ως αιτία φοροδιαφυγής επιβάλλοντας φόρους στον συνταξιούχο αν δηλώσει πως επιθυμεί η σύζυγος του να λαμβάνει την σύνταξή τους όταν αυτός αποδημήσει ή να επιβάλλουν φόρους στους γονείς αν βοηθήσουν τα παιδιά τους, ενώ καταδικάζουν με φόρους επί φόρων ότι απέκτησαν με κόπους και στερήσεις ως ατομική ιδιοκτησία οι Έλληνες και οι Ελληνίδες από την δουλειά τους, ενώ για να παραμείνουν στην εξουσία ή για να γίνουν Πρωθυπουργοί ή Αρχηγοί στα κόμματα τους δέχονται να πουλήσουν την γη μας, την πατρίδα μας, την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας, το παρόν και το μέλλον των παιδιών μας, εμείς όχι μόνο δεν τους έχουμε διώξει από την χώρα, αλλά φτάσανε 250000 κατακάθια που προσβάλλουν με την παρουσία τους και την φωνή τους την Ελλάδα κι τους Έλληνες και πήγαν να δηλώσουν ότι είναι αμετανόητα το ίδιο δωσίλογοι με το πατριδοκάπηλο και προδοτικό κόμμα τους . Βλέπω ακόμη και σήμερα, λίγο πριν την έναρξη του χρόνου των εκλογών, δημοσκοπήσεις που σοκάρουν. Να συνωστίζονται πλήθη δωσίλογων , προδοτών, λαμογιών και τυχοδιωχτών, μαζί με ένα πλήθος νοητικά ρακένδυτων και οικονομικά εξαθλιωμένων, από όλες τις τάξεις εργαζομένων κάτω από τα λάβαρα και τα σύμβολα του νέο-δωσιλογισμού, του νέο-γερμανισμού της κλοπτοκρατίας που εκπροσωπούν το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ., το ΛΑΟΣ, ή κάτω από τα νεοναζιστικά κατάλοιπα της παλιάς τάξης του φασισμού που τα εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή. Από την άλλη, ζούμε για μια ακόμη φορά το δράμα της ψευδό-αριστεράς, του μπλοκ των ψευδό-υποστηρικτών του λαού που καταναλώνονται σε συνθήματα και ανταγωνιστικών ρόλων καθαρότητας ή αντιπροσωπευτικότητας για να γεμίσουν τις δεξαμενές επιρροής τους, αποφεύγοντας την ευθύνη της δοκιμασίας του λόγου τους στο καμίνι της πραγματικότητας. Ούτε καν ενδιαφέρονται για τα βάσανα του λαού , μήτε για το παρόν και το μέλλον του. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ή να συντηρήσουν τις εκλογικές τους δυνάμεις ή να τις αυξήσουν ό ένας σε βάρος του άλλου, χρησιμοποιώντας τον ίδιο ακατέργαστο και αμνήμονα λαό που χρησιμοποιούν και οι «αντίπαλοί» τους. Σε αυτή την χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας , ζουν φαιδροί άνθρωποι – ψηφοφόροι, λαμόγια, κλέφτες και απατεώνες πολιτικοί, επιχειρηματίες μισάνθρωπα αρπακτικά, αμετανόητοι και αλαζόνες, μηρυκαστικά και δωσίλογοι και κάποιο λίγοι που ονειρεύονται και αγωνίζονται για έναν καλλίτερο κόσμο. Αλλά είμαστε τόσο λίγοι που υποκλινόμαστε στην «πληθωρική» υπεροχή σας. Μακάρι να υπήρχε μια μηχανή που να μου έσβηνε κάθε μνήμη, κάθε εικόνα, κάθε τι που δεν θα μου επέτρεπε να ζήσω απελευθερωμένος από την Ελλάδα και τον Έλληνα που έχω μέσα μου.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Για μια πολική-κοινωνική - οικονομική συγκρότησης Κοινωνίας των εργαζομένων.

Μια πρόταση προς όλους τους εργαζόμενους που στοχεύει στην αποδημία της Δημοκρατίας με όρους ετερότητας και συνέχειας.

Οι εργαζόμενοι στην χώρα μας, είτε ως μισθωτοί εξαρτημένοι από τον εργοδότη τους, είτε ως εν ελευθερία εργαζόμενοι, μεταχειρίσθηκαν από ένα φαύλο κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα του χυδαίου, όμηρο του Δυτικού «πολιτισμού», της βαρβαρότητας, του χρήματος και της εκμετάλλευσης, κατά τον πιο επαχθή και προσβλητικό τρόπο.

Χρησιμοποιήθηκαν άλλοτε για να υποστηρίξουν πολιτικές σκοτεινών δυνάμεων που θα τους οδηγούσαν στην αμάθεια, τον εθνικισμό στην υποταγή και θα τους υποχρέωναν στην φτώχεια και στην εξαθλίωση επειδή τους δίδαξαν ότι «έτσι γεννήθηκαν» και άλλοτε να ενοχοποιηθούν κατά έμμεσο ή ακόμη σε κάποιες των περιπτώσεων άμεσα ως αποδιοπομπαίοι τράγοι οποιασδήποτε οικονομικής πολιτικής που υπερχρέωνε την χώρα υπέρ των πλουσίων και των τυχοδιωκτών, καταδικάζοντάς τους σε μόνιμα υποζύγια του εξωτερικού χρέους ή της χρεοκοπίας.
Σε όλα τα χρόνια που πέρασαν πολλοί σωτήρες με ψευδεπίγραφα μανιφέστα, καλλιέργησαν φιλεργατικές και φιλολαϊκές δοξασίες και ψευδαισθήσεις που εγκλώβισαν τους εργαζόμενους στο μαντρί ψηφοθηρίας των δυνάμεων μια οικονομικής και πολιτικής ελίτ, στερώντας τους την δύναμη και την δυνατότητα να γίνουν «αφεντικά» του κόπου και της δουλειάς τους.

Πολλά κόμματα και πολλές ιδεολογίες, τους αποστέρησαν το μοναδικό προστατευτικό τείχος που είχαν, την συγκρότηση κοινωνίας με θεσμικά – νομικά χαρακτηριστικά , που θα τους καθιστούσε υπολογίσιμη δύναμη στη σύγκρουση με τους κεφαλαιοκράτες στο επίπεδο του ελέγχου του Κράτους.

Όλες οι ιδεολογίες αυτό-τροφοδοτούνται οικοδομώντας ένα περίπλοκο σύστημα προστατευτισμού των βασικών τους παραδοχών που κάθε φορά στην ανάγκη επαναβεβαίωσης της βασικής τους θεώρησης επιστρέφουν θριαμβευτικά στις ίδιες παραδοχές , ακόμα και όταν φαίνεται να τις απορρίπτουν, να τις τροποποιούν ή να τις εμπλουτίζουν.
Η απαγόρευση στους εργαζόμενους αλλά και στο σύνολο των ατόμων που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν Κοινωνία, συνεπικουρήθηκε από την δογματική αντίληψη των ιδεολογιών και των συγγραφέων τους, ότι αποτελεί μια ουτοπική υπόθεση πέραν από κάθε πραγματικότητα που μπορεί να υλοποιηθεί μιας και μεταξύ των ατόμων και των οικονομικών σχέσεων που γεννιούνται ανάμεσα τους κυριαρχικά δεσπόζουν οικονομικές σχέσεις διάσπαση των ατόμων σε οργανωμένες ομάδες συμφερόντων οι οποίες βρίσκονται σε μια συνεχή συγκρουσιακή κατάσταση. Το εφεύρημα των Τάξεων αποτέλεσε την πηγή φιλοσοφικών αναζητήσεων, ερμηνειών και θεμελιωδών συμφωνιών που στο τέλος ο κίνδυνος να ενωθούν τα άτομα σε κοινωνία οδήγησε στην δημιουργία του Κράτους το όποίο αυτάρεσκα και φαρισαϊκά αναγνώρισε στον εαυτό του την ταύτιση της ύπαρξής του με το ζητούμενο. Την Κοινωνία.

Αν θέλαμε να συγκρίνουμε τις σημερινές ιδεολογίες με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και της φιλοσοφία του, θα διαπιστώναμε πως οι περίλαμπροι αυτοί πρόγονοι της γνώσης μας, έδιναν μεγαλύτερη σημασία και αξία στην Κοινωνία από το Κράτος και όριζαν ανώτερο του Κράτους και την Κοινωνία αλλά κυρίως το έθνος.
Γιατί γνώριζαν πως Κράτος ήταν η οικοδόμηση της αρμονίας που γεννιόταν από τον συμβιβασμό των αντίθετων συμφερόντων δηλαδή όλων των δυνάμεων που παρήγαγε η κοινωνία και όχι το αντίθετο, αυτό δηλαδή που εμείς γνωρίζουμε σαν πραγματικότητα, δηλαδή η δύναμης επικυριαρχίας και υποταγής της Κοινωνίας στις αντιθέσεις και στην ισχύ των αντιθέσεων.
Ποτέ όμως δεν έλειψαν οι συγκρούσεις και σε αυτήν την εποχή ανάμεσα στους Κοινωνιστές και στους Κρατιστές. Άλλωστε η κυριαρχία των Αριστοκρατών είχε πάντοτε ως πυρήνα της εξουσίας τους και της δυνάστευσης του λαού, το Κράτος που λειτουργούσε επικυρίαρχα πάνω στην κοινωνία, όσο δέσποζε το ολιγαρχικό σύστημα κυβέρνησης και οικονομικής ανάπτυξης.
Σήμερα που μας έχουν εμποτίσει με τις «αρχές» της Δημοκρατίας τους, δηλαδή του αναγραμματισμού της Κρατοδημίας, εμείς καταφεύγουμε σε ιδεολογικές σχολές σκέψης που βρίσκονται έξω από τον δικό μας πολιτισμό και φιλοσοφία σκέψης.
Στην Δημοκρατία τους, το Κράτος προβάλλεται σε υπερθετικό βαθμό και σε αντιπαράθεση με την συρρίκνωση του Δήμου. Γι’ αυτό το πολιτικό σύστημα που προβάλλουν δεν είναι η Δημοκρατία αλλά το αντίθετό της, η Κρατοδημία. Ο κραταιός δήμιος επί της Κοινωνίας.
Αν πρέπει να αντιπαρατεθούμε σε ένα τέτοιο σύστημα πολιτικού-οικονομικού εξαναγκασμού θα πρέπει να βρούμε άμυνες στην προβολή της αποδημίας της Δημοκρατίας που μας αφαίρεσαν.

Να ερμηνεύσουμε σήμερα, μιας και τα παραδείγματα είναι χειροπιαστά και όχι αφηρημένα, την ποινικοποίηση του ζωτικού χώρου που συναντιέται η Ελληνική ιδιαιτερότητα ως οικογένεια, ως γειτονιά, ως τοπική κοινωνία, ως άτομα που συγκροτούν την τοπική κοινωνία στην πόλη ή στην ύπαιθρο και την βίαιη προσαρμογή στην βαρβαρότητα του ευρωπαϊκού και γενικότερα του Δυτικού Πολιτισμού.
Η ποινικοποίηση της αλληλεγγύης εντός της οικογένειας είτε με μέτρα εναντίον της διαδοχής στην σύνταξη με την απώλεια του άνδρα προς την σύζυγό του, ή την επιβολή φόρων για την παροχή οικονομικής βοήθειας των γονέων στα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, απαντά με αυτό τον βίαιο και χυδαίο τρόπο στην συγκρότηση, σε όλα τα επίπεδα, της ελληνικής ιδιαιτερότητας και της Ελληνική συνεκτικότητας ως φυλή, ως έθνος, ως πολιτισμό και ως συνέχεια της παράδοσης.
Ο πόλεμος που δεχόμαστε με προσχηματικά επιχειρήματα οικονομικής κρίσης είναι πόλεμος αποκοπής από τις ρίζες μας , του τρόπου ζωής μας, της συμπεριφοράς, της φιλοσοφικής και πνευματικής προσέγγισης της ύπαρξης και της διάχυσης της στο φυσικό της περιβάλλον και ακόμα πολλά περισσότερα.
Δυστυχώς αυτήν την περίοδο η διανόηση βρίσκεται εκτός πεδίου σκέψης και προβολής λόγου.

Οι εργαζόμενοι πολλές φορές πίστεψαν τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, κυνηγήθηκαν, εκτοπίστηκαν, άλλοι συμβιβάστηκαν με την «μοίρα» τους, άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν μετανάστες, άλλοι κλείστηκαν σε ξερονήσια και πάντα όταν αυτή η Πατρίδα βρέθηκε σε κίνδυνο πρώτοι έτρεξαν και έδωσαν απλόχερα το αίμα τους, δώρισαν την ζωή του για να μπορεί αυτή η πατρίδα να είναι ελεύθερη και να τους καταδυναστεύει.
Ποτέ οι εργαζόμενοι δεν ένιωσαν πως αυτή η πατρίδα τους ανήκει, τους προστατεύει, τους αγαπάει, γιατί αυτήν την Πατρίδα την λυμαίνονται συμμορίες πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων υπόδουλων στην εξουσία και στα πολυεθνικά οικονομικά τραστ συμφερόντων.

Οι εργαζόμενοι μέχρι σήμερα οδηγήθηκαν με πειθαναγκασμό κάτω από το βάρος διαφόρων ιδεολογιών σε οργανωτικά σχήματα που αποτελούσαν στην πραγματικότητα πεδία συγκρούσεων κομματικών συμφερόντων ή ψηφοθηρικών επιρροών.
Από τα κλαδικά σωματεία που αποτελούσαν ιδεοληψία του ΚΚΕ στα εργοστασιακά ή εργασιακά σωματεία που αποτελούσαν ιδεοληψία του ΠΑΣΟΚ, οι εργαζόμενοι αποτέλεσαν τον πολιτικό-ιδεολογικό στρατό της σύγκρουσης των δύο κομμάτων χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσουν ότι απλά τους χρησιμοποιούσαν επεκτείνοντας και επιτείνοντας τον κομματικό φεουδαλισμό, καθιστώντας τους υποχείρια εργαλεία της εξουσίας τους.
Η άκρατη κομματικοποίηση όλης την κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητα των πολιτών και δη των εργαζομένων, με την χειραγώγηση της καθημερινότητας τους, των αγώνων τους, των αναγκών τους και της ψήφου τους υποστυλώθηκε από την γέννηση των πολιτικό-συνδικαλιστικών κομματικών παρατάξεων, οι οποίες εμπορεύθηκαν τους εργαζόμενους και τις οικογένειες τους, τις ανάγκες και τα όνειρά τους, τους αγώνες και τα δικαιώματα τους, μετατρέποντας τα σε εξαρτησιογόνα μέσα, σε γραμμάτια εξαργύρωσης εργατικής εξουσίας, σε μέθοδο άμβλωσης συνειδησιακών αντιστάσεων, σε μηχανισμούς παραγοντισμού και σήψης των συνδικαλιστικών ηγεσιών, σε συκοφάντηση των αγώνων και της ορθής κρίσης τους, σε ενοχοποίηση κάθε απαίτησης για δίκαιο κράτος και δίκαιη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτο, και αποδοχή της κατωτερότητας τους μπροστά στην πανσοφία και την δύναμη των κομματικών μηχανισμών και εξουσιών.

Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τις οποίες επέβαλαν οι κομματικοί μηχανισμοί πάνω στους εργαζόμενους δεν κατάφεραν μόνο να ενοχοποιήσουν και να συκοφαντήσουν και τους εργαζόμενους, τους αγώνες τους και τα δικαιώματά τους, αλλά χρησιμοποίησαν την εξουσία τους και τον σφετερισμό της δύναμη των εργαζομένων για να καταλάβουν κομματικούς θώκους εξουσίας και ένα βουλευτιλίκι που χρησιμοποίησαν εναντίων των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Σε όλη αυτήν την περίοδο αγώνων και προσδοκιών των εργαζομένων, τα χρόνια που πέρασαν από την περίοδο της «μεταπολίτευσης» μέχρις και σήμερα, οι εργαζόμενοι θυσίασαν όλη την ενεργητικότητα τους σε ένα υποθηκευμένο μέλλον όπως αυτό που επεξεργάστηκε το φαύλο πολιτικό σύστημα και οι μηχανισμοί του, κατακρημνίζοντας μέσα στην αγωνία τους και την θέληση να αντλήσουν προστασία και ευημερία, κάθε τι που αποτελούσε την αιχμή των αγώνων τους, όπως οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις που μετατράπηκαν σιγά-σιγά σε μηχανισμοί αποπομπής των εργαζομένων από τον φυσικό τους χώρο.
Δεν υποθηκεύτηκε μόνο το οικονομικό μέλλον των εργαζομένων και των οικογενειών τους όλη αυτή την περίοδο, αλλά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εμποτίστηκαν σε μια φαύλη ευημερία καταναλωτισμού ανούσιων αναγκών, που τους στέρησε το δικαίωμα ενός υγιούς και αρμονικού φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο θα έπρεπε να εργάζονται, να απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Στο όνομα της καταναλωτικής ευημερίας και της πλαστικής ευτυχίας που τους έμαθαν, τους στέρησαν το ένστικτο του κινδύνου της καταστροφής του φυσικού τους περιβάλλοντος, που το αδηφάγο πλουτοκρατικό εκμεταλλευτικό κεφάλαιο το μετέτρεπε σε χρήμα και οικονομική εξουσία.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ποτέ δεν διανοήθηκαν να πρωτοστατήσουν στο κλείσιμο των επιχειρήσεων που εργάζονταν επειδή αυτές οι επιχειρήσεις κατέστρεφαν στο όνομα του κέρδους και της ευημερίας κάποιας οικονομίας, την γη, τα νερά, τον αέρα, τις συνθήκες παραγωγής, την ατομική τους υγεία.
Συστρατευόμενοι στην ευτυχία που το χρήμα και ο καταναλωτισμός τους «εξασφάλιζε», συνδιαμόρφωσαν με τους καπιταλιστές τις συνθήκες επώασης θανατηφόρων μολυσματικών σχέσεων, με προεξάρχουσα εκείνη του νεοπλουτίστικου συμβιβασμού.

Αντί την περίοδο της δανικής ευδαιμονίας, οι εργαζόμενοι να συγκροτήσουν το κράτος της κοινωνικής τους καταγωγής και να επιβάλουν έναν κοινωνικό συμβιβασμό με προβολή την μείωση των οικονομικών αντιθέσεων, πρωτοστατούσαν σε μια αχαλίνωτη υπερκαταναλωτική κατάσταση ψυχισμού της ευτυχία που τους έδιναν απλόχερα τα πλαστικά παραδείγματα των αφεντικών τους, μέσα από ένα συνεχή βομβαρδισμό "νέων" και "απαραίτητων" αναγκών.
Ο ίδιος ο καταναλωτισμός και τα πρότυπα ευτυχίας που διδάχθηκαν ποτέ δεν τους επέτρεψαν να διεκδικήσουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα ως υποχρέωση των εργοδοτών τους στην κουλτούρα μιας ουμανιστικής αλληλεγγύης και ενός αναγκαίου κοινωνικού συμβιβασμού αντιτιθέμενων συμφερόντων.

Στα χρόνια που πέρασαν οι εργαζόμενοι δεν πειραματίστηκαν στην διατύπωση μιας θεωρίας ανάπτυξης εντός της αρμονίας, που θα τους έδινε το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης μιας Δημοκρατικής Οικονομίας που ο κοινωνικός συμβιβασμός θα απαιτούσε, έτσι ώστε ούτε σε λίγους να επιτρεπόταν η συγκέντρωση πλούτου ούτε πολύ φτωχοί, στην αντίθεση του, να υπήρχαν.
Άντ’ αυτού οι εργαζόμενοι, χωρίς ποτέ να κοπιάσουν στην σκέψη τους για τα τεράστια σε όγκο χρήματα που το σύστημα τους τροφοδοτούσε και η ευκολία με την οποία δανείζονταν τους οδήγησαν σε μια κούρσα μεγάλων ταχυτήτων για την κατάληψη των "κενών" θέσεων μιας πλούσιας μικροαστικής τάξης που είχαν δημιουργήσει τα αφεντικά τους, τα οποία πρόσβλεπαν πως θα τους χειραγωγούσαν πλέον από τις εξαρτησιογόνες πλαστικούρες ευτυχίας και επίδειξης πλουτισμού και ευκαιριακής ευμάρειας.

Αυτός ο καταναλωτισμός και τα συγκεκριμένα πρότυπα ευτυχίας αφού εγκλώβισαν και αποστέωσαν την λογική και την θέληση, υποχρέωσαν τους εργαζόμενους να μην αμφισβητήσουν ούτε την υπεροχή του Κράτους, ούτε την αδιαφανή μεγέθυνσης του εξωτερικού χρέους, ούτε την κατασπατάληση των φόρων, ούτε την καταστροφή των δομών του κοινωνικού κράτους, ούτε την διεκδίκηση δικαιωμάτων των ανήμπορων και των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, αλλά ούτε και την καταδίκη ενός παράλογου ασφαλιστικού συστήματος που αφειδώς και με αντεργατικά, αντιοικονομικά και αντικοινωνικά κριτήρια μεσολαβούσε στην άνθιση της νοσηρότητας και του τυχοδιωκτισμού εκατοντάδων εργαζομένων και πολιτικών που υπερχρέωναν τα αποθεματικά με μαϊμού συντάξεις αναπηρίας και πρόωρες ειδικών κριτηρίων.

Σήμερα που ο πλουτισμός των κεφαλαιοκρατών αναδιατάσσεται σε νέα ευφυολογήματα, όπως αυτά του Νεοφιλελευθερισμού και των νόμων της «ελεύθερης αγοράς», τα παλιά πρότυπα αποσύρονται και την θέση τους καταλαμβάνουν ως δήθεν νέα, απαρχαιωμένα και χρεοκοπημένα συστήματα ανάπτυξης , όπως η εξαθλίωση των μισθών και των συντάξεων, η δραστική μείωση του αναδιανεμούμενου πλούτου υπέρ των όλο και λιγότερων κρατούντων, οι ενοχοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μισθωτών και των αγροτών, οι πολλές ώρες εξαναγκαστικής εργασία και απλήρωτης υπερωρίας, η δημιουργία τεράστιων δυνάμεων εφεδρικού στρατού ρακένδυτων ανέργων, η κατάργηση κάθε νομικού πλαισίου προστατευτισμού της εργασίας ως δικαίωμα και της ασφάλεια της υγείας ως υποχρέωση Κράτους και εργοδότη, η μετατροπή κάθε ανάγκης του ανθρώπου σε εμπόρευμα και ιδιοκτησία των ολίγων κρατούντων, ο περιορισμός της ελευθερίας και της έκφραση λόγου και διεκδίκησης δικαιωμάτων, η βαναυσότητα καταστολής της δράσης και της έκφρασης αντίθετης γνώμης από τις ένστολες δυνάμεις που συνθέτουν το επίσημο παρακράτος μιας κομματοκρατούμενης Δημοκρατίας μαζί με ένα δικαστικό σύστημα που προστατεύει τους διαχειριστές και ιδιοκτήτες της εξουσίας σε βάρος της ύπαρξης και των αναγκών του Ελληνικού λαού.

Το Πολιτικό Προσωπικό της κομματοκρατίας ψάχνεις να βρει τρόπο να ενθαρρύνει την συνέχιση της υποστήριξης εκείνων των κοινωνικών συσχετισμών που επικάθονται πάνω στην χώρα ως οργανωμένα οικονομικά εκμεταλλευτικά συμφέροντα, σε κάθε προσπάθεια επαναβεβαίωσης του Βουλευτικού του ρόλου και της διαχείρισης της Κυβερνητικής εξουσίας.
Έτσι επιστρατεύονται αμφιλεγόμενης επιστημονικότητας «καθηγητάδες» οικονομικών σχολών πανεπιστημίων, «αναλυτές» οικονομικών, δημοσιογράφοι που τρωγοπίνουν από τα κρυφά κονδύλια της Κυβέρνησης, καναλάρχες- εργολάβοι κατασπατάλησης δημόσιων έργων και αναγκών, πληρωμένοι χαφιέδες και στημένες τρομοκρατικές οργανώσεις που η παρουσία τους ενοχοποιεί τις οργανωμένες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις των εργαζομένων, εκφοβισμοί, τρομοκρατίά και παραπληροφόρηση που προέρχεται τόσο από Πρωθυπουργικά χείλη όσο και από το εξωτερικό με δηλώσεις αρχηγών Κρατών ή ανωτάτων κυβερνητικών στελεχών που έχουν συμφέρον να ληστεύουν συνεχώς την χώρα μας χωρίς ο Ελληνικός λαός να μπορεί να οργανώσει αντίσταση και να επιβάλει την ανόθευτη θέλησή του.

Κάθε φορά που ο ριζοσπαστισμός του Ελληνικού λαού βρισκόταν σε έξαρση, το ίδιο ανάλγητο Πολιτικό Σύστημα του πρότεινε κατασκευάσματα εκτόνωσης και καταστολής.
Αντί το Λαϊκό και Εργατικό κίνημα να προστατεύσει το δικαίωμα του να συγκροτήσει την δύναμη του σε οργανωμένη κοινωνία, αφέθηκε στα χέρια των επιτήδειων πολιτικάντηδων να του υποδείξουν τις βαλβίδες εκτόνωσης.
Συγκροτήθηκαν διάφορες οργανώσεις και άλλες γνωστές ως ΜΚΟ που υποδείχθηκαν ως μέσα έκφρασης της Δημοκρατίας και του ελεύθερου λόγου.
Αλλά κάθε φορά που γεννιόταν μια οργάνωση κάθε φορά βάθαινε και η απώλεια της Δημοκρατίας , μεγεθυνόταν ο κατακερματισμός των ατόμων σε οργανώσεις αντιτιθέμενων συμφερόντων, έτσι που η παλιά αρχή του «Διαίρει και Βασίλευε» να αποτελεί την μόνιμη στρατηγική του Πολιτικού Συστήματος.

Από την πρώτη εποχή της εμφάνισης του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος το μόνιμο αίτημα για τους εργαζόμενους ήταν η ενότητα.
Η ενότητα αποτελούσε, και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα, τόσο σημείο ρήξης όσο και πεδίο ανταγωνισμών, προσωπικών, πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων επικυριαρχίας.
Οι εργαζόμενοι κλήθηκαν πολλές φορές να δημιουργήσουν πραγματικούς όρους ενότητας, αλλά κάθε φορά οι αιτούντες την ενότητα είχαν εκ προοιμίου ναρκοθετήσει κάθε δυνατότητα κτισίματος της ανάμεσα στους εργαζόμενους , στους αγώνες τους, στις οργανώσεις και στους στόχους και στον τρόπο υλοποίησης των στόχων.
Οι κομματικοί ιδεολογικοί σχηματισμοί, που στην ουσία ανταγωνίζονται μεταξύ τους με μια προσυμφωνημένη παρτίδα πόκερ, επεδίωκαν την χειραγώγηση των εργαζομένων, ώστε να αποτελέσουν τον δημιουργικό στρατό των πολιτικών και ιδεολογικών τους στόχων ανταγωνισμού, διαίρεσης, καθυπόταξης, αλλά και την υπεροχή του ενός πάνω στον άλλο.
Σήμερα οι εργαζόμενοι ξαναβρίσκονται και πάλι όλοι μαζί ενωμένοι, ως θύματα αυτών των πολιτικών και ιδεολογικών ανταγωνισμών, που σε κάθε κινητοποίηση οι κομματικοί πατερούληδες συνδικαλιστές επικαλούνται την ανάγκη ενότητας, της συσπείρωσης και της έκφρασης , αλλ’ ο κάθε ένας για το δικό του κομματικό δοβλέτι.
Οι περισσότεροι των εργαζομένων πλέον ούτε αναγνωρίζουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ούτε συμμετέχουν στις δράσεις των αλλά ούτε δέχονται να εκπροσωπούνται από αυτές, αφού δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από γήπεδα κομματικών αντιπαραθέσεων και εργαλεία χειραγώγησης και υποταγής στις κομματικές πλειοψηφίες.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δομήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο που θα τις αναγνώριζε το Κράτος των ισχυρών της Πολιτικής και Οικονομικής ελίτ , ως οικονομικές επαγγελματικές οργανώσεις συγκεκριμένων συντεχνιακών συμφερόντων και ως τέτοιες θα τις ενοχοποιούσε αργότερα, έχοντας κατά νου να τις διατάσει κάθε φορά και σε κάθε κρίση, είτε ως ένοχες είτε ως υποδείγματα, ανάλογα με ποια συμφέροντα κάθε φορά προτάσσονταν και ποια συμφέροντα εξυπηρετούσε η χρήση τους.
Μεγάλα τμήματα οργανωμένων εργατών αποτέλεσαν φεουδαρχικά δοβλέτια κομματικών σχηματισμών μέσα στα οποία οι εργαζόμενοι εκπαιδεύτηκαν σε φανατισμένος στρατός που κυνηγούσε ανεμόμυλους.

Έμαθαν οι εργαζόμενοι, καθώς έτσι εκπαιδεύτηκαν, ότι ισχυρές οργανώσεις και ωφέλιμες για τους ίδιους ήταν εκείνες που τους δημιουργούσαν προσδοκίες , που υλοποιούνταν μέσα από την επικράτηση στην διεκδίκηση της εξουσίας της δικής τους κομματικής οικογένειας, με οποιαδήποτε μέσα και όρους επέλεγε το περιβάλλον κομματικού κρατισμού ασφάλειας ή υπεροχής έναντι όλων των άλλων.
Όσο πιο κοντά στο Κράτος ή όσο πιο αποτελεσματικά ελεγχόταν από το κόμμα- Κυβέρνηση, η συνδικαλιστική οργάνωση, τόσο οι εργαζόμενοι παραπλανιόνταν πως και εξασφαλισμένο μισθό είχαν και σίγουρες τις θέσεις εργασίας και την εύνοια της εξουσίας εξασφάλιζαν. Τα πολλά περιστατικά διαφθοράς στο Δημόσιο εδράζονται σε αυτήν την ηθική εξάρτησης και ανάδειξης μιας ευνοιοκρατίας που η ίδια κλεπτοκρατικής κομματοκρατία καλλιέργησε για να χτίσει γύρω της ψηλά τείχη προστατευτισμού.

Στην ιστορία μας ως εργαζόμενοι και στην ιστορία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, γνωρίζουμε πως ποτέ δεν αντιστρατευτήκαμε στις επιδιώξεις της εργοδοσία ή των κομματικών μηχανισμών στους οποίους είχαμε εγκλωβιστεί, όσο αυτές μας δημιουργούσαν ανωτερότητα και οικονομικό όφελος.
Έτσι, παρατηρούμε πως δημιουργήθηκε ένα ισχυρό οικονομικό και συνάμα γραφειοκρατικό αλλά και ελιτίστικο συνδικαλιστικό κίνημα στης ΔΕΚΟ, όπου κάθε πολιτική οικονομικής επιβάρυνσης του συνόλου των άλλων εργαζομένων, αποτελούσε επιχειρηματολογία για μεγεθυσμένες αυξήσεις μισθών, επιδομάτων και ασφάλειας της συνέχισης της εργασίας των εργαζομένων σε αυτές.
Η ίδια η ιστορία μας έδειξε πως η μαζικότητα σε αυτούς τους χώρους, όπως εξήγησα την συγκρότησή της και παραπάνω, λειτούργησε ως εργαλείο εκτοπισμού και γκετοποίησης όλων των άλλων εργαζομένων, οι οποίοι προσδοκώντας για τον εαυτό τους ή τα παιδιά τους μια καλλίτερη ζωή αποτέλεσαν τον αναγκαίο στρατό εκλογής βουλευτών και κυριαρχίας των κομμάτων τους στην κυβερνητική εξουσία. Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα καθώς και εκείνοι του ιδιωτικού που έχαιραν της κρατικής μέριμνας αισθάνονταν ανωτερότητα πάνω στις συγκροτούμενες πλειοψηφίες των εκτός των τειχών του κρατικού κομματισμού ασφάλειας, αλλά και υποχρέωση να υπακούουν, να στηρίζουν να διευκολύνουν και να προπαγανδίζουν το κόμμα-κράτος που τους εξασφάλιζε μια άνετη ασφαλή και εύπορη ζωή.
Αυτοί οι χώροι που έτσι κατασκευάστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν από την κρατούσα κλεπτοκρατική κομματοκρατία ως παραγωγικό εκκολαπτήριο συγκεκριμένης νοημοσύνης και ηθικής συνδικαλιστή – ηγέτη.

Πολλοί εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι και πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν για να αποδειχτεί η «ορθότητα» του κομματικού λόγου και η «υπεροχή» της κομματοκρατίας πάνω στα πράγματα.
Μέχρι και σήμερα τουλάχιστον, για ότι συνέβη στα τελευταία 38 χρόνια «Δημοκρατικής» ελευθερίας, η ΓΣΕΕ ποτέ δεν βρέθηκε με Πρόεδρο εργαζόμενο σε εργοστάσιο ή σε οικοδομή ή σε ορυχείο.
Αλλά και η θέση του Γενικού Γραμματέα τις περισσότερες φορές ήταν καπαρωμένη από τα επαγγελματικά κομματικά στελέχη του ΚΚΕ, δήθεν συνδικαλιστές, όπως δήθεν συνδικαλιστές, ήταν και οι κομματικοί Πρόεδροι που κατά τεκμήριο αποτελούσαν το ανώτερο υπαλληλικό προσωπικό των ΔΕΚΟ.
Η διάβρωση στις συγκροτημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις από ένα σμήνος κομματικών συνδικαλιστών, επέβαλε ως σύνηθες και εναρμονισμένο των κομματικών αγκυρώσεων, εκλογές οργάνων κατά παραγγελία των κομματικών σχηματισμών.

Ποτέ μέχρι σήμερα εργαζόμενος που να του έχουν εμπιστοσύνη οι συνάδελφοί του στον χώρο δουλείας δεν κατάφερε να εκλεγεί, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, σε συνδικαλιστικό αξίωμα αν δεν ήταν και ενταγμένος σε ένα κόμμα και αν δεν υπήρχε κομματική παραγγελία για την εκλογή του. Ανάλογα της διαβαθμισμένης τοποθέτησης της οργάνωσης, η κομματική παραγγελία ξεκινά από την οργάνωση του κόμματος σε τοπικό επίπεδο και καταλήγει στον Αρχηγό φεουδάρχη.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των υποταγών στην κομματοκρατία και στην φαυλότητα του Πολιτικού συστήματος για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που διέφθειρε τους εργαζόμενους, που την πλειοψηφία τους την υποχρέωσε να μην συμμετέχει σε αυτές, που σήμερα κάτω από ένα φασιστικό καθεστώς αφαίρεσης δικαιωμάτων και εξαθλίωσης μισθών και εργασιακών σχέσεων, οι εργαζόμενοι κάθε μέρα γίνονται πιο παθητικοί, πιο ευάλωτοι, πιο ανίσχυροι , πιο φοβισμένοι, πιο ατομικιστές . Γιατί το ίδιο το κομματοκρατούμενο, διεφθαρμένο, βάναυσο και ληστρικό Πολιτικό Σύστημα με τους εγκάθετούς του «συνδικαλιστές» στέρησε μεθοδευμένα κάθε δυνατότητα, οι εργαζόμενοι να είναι η κυρίαρχη δύναμη προστασίας της εργασίας τους, του λαού και της Δημόσιας και Κρατικής περιουσίας.
Σήμερα, που ενώ όλα φαίνονται τρομακτικά και τετελεσμένα οι εργαζόμενοι μπορούν να προσπαθήσουν έξω από το νοσηρό και φαύλο σύστημα που τους περιβάλλει και τους εκβιάζει, να συγκροτήσουν την Κοινωνία τους ως δύναμη και ελπίδα σωτηρίας, ασφάλειας και προόδου ολόκληρου του τρομοκρατούμενου και χειμαζόμενου λαού.
Οι εργαζόμενοι έχουν και την υποχρέωση και την ευκαιρία σήμερα που κάθε αξία και κάθε ηθική αυτού του σάπιου Πολιτικού Συστήματος έχει πλέον καταρρακωθεί, να συγκροτήσουν την δική τους Κοινωνία, την Κοινωνία των Εργαζομένων ως θεσμική νομοτελειακή δύναμη σύγκρουσης με το Κράτος και να επιβάλλουν και την θέληση και την δύναμή τους στο Κράτος των Κρατούντων.
Πρέπει ως εργαζόμενοι να αναζητήσουμε νέες μορφές επικοινωνίας και οργανωτικής μορφοποίησης στο επίπεδο της δημόσιας δραστηριότητας που να ξεπερνούν πλέον τα κλειστά και απομονωμένα μορφώματα εκμετάλλευσης.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να συγκροτηθούν ως κοινότητες ατόμων στο επίπεδο της δημόσια ζωής και όχι να εξακολουθούν να υφίστανται την διαίρεση τους σε υποκείμενα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης κατά τον χρόνο εργασίας τους και εντός των αυτών των χώρων και ως ιδιαιτερότητες επαγγελματικής κατηγοριοποίησης.
Τα σημερινά σχήματα ως οργανώσεις των εργαζομένων και είναι χρεοκοπημένα και προσαρτήματα της κομματοκρατίας και της Κρατοδημίας.

Σε αυτήν την δημιουργία τίποτε δεν θα χαριστεί και τίποτε δεν θα επιτρέψουν οι Κρατούντες να γίνει χωρίς την παθητική μας στάση. Η αντίσταση πρέπει να πάρει χαρακτηριστικά δημιουργίας και όχι φωνές διαμαρτυρίας και γιαουρτώματος.
Η ζωή μας, η ζωή των παιδιών μας και η πατρίδα και ο Πολιτισμός που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας είναι ανώτερες άξιες από τις αξίες και τις επιταγές των Κρατούντων.
Σε αυτήν την δημιουργία, σε αυτήν την πρόταση ζωής και συνέχειας καλώ το σύνολο των εργαζομένων της χώρας μου, να οπλιστεί με αυτοπεποίθηση, να αναζητήσει την γνώση, να εγκαταλείψει τα φθαρμένα και διεφθαρμένα υλικά της κομματοκρατίας και να δομήσει εκείνη την ηθική που θα αποτελέσει δύναμη αυτοσεβασμού, αλληλεγγύης και ετερότητας.