Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Σε τι συνίσταται η Ελληνική κρίση.

Μια εκ των περιπτώσεων..

Κάθε πολιτική πράξη της κυβέρνησης εντάσσεται , πέρα από του προσχηματικούς λόγους που επικαλείται, όπως ΔΝΤ, Μνημόνιο, σωτηρία της «πατρίδας», στην μετάβαση του Ελληνικού πολιτισμού, της κοινωνίας και των παραγωγικών σχέσεων, κατά κυριολεξία σε αυτό που είχαμε συνηθήσει να ακούμε από το παρελθόν και κατά περιπτώσεις να επιβεβαιώνεται και σήμερα, στην Δύση και στο ανθρωποκεντρικό σύστημα που έχει δομηθεί και που πυρήνας του αποτελεί η ατομικότητα, η υποταγμένη  στην χρηματοοικονομική ανάπτυξη και στο πισωγύρισμα των σχέσεων επί  δουλοπαροικίας που επικράτησε κατά την περίοδο του φεουδαρχισμού.
Η σύγχρονη πολιτική σκέψη, συνεπικουρούμενη από τις ελίτ των υποταγμένων στο κρατικοδίαιτο σύστημα διανοουμένων, μηρυκάζει τα υφιστάμενα και όπως εξελίσσονται στην Δυτική Ευρώπη, εφαρμόζοντας την προκρούστια μεθοδολογία.
Εκείνο που επικράτησε κατά την έναρξη της κρισεολογίας για την Ελληνική οικονομία, και που προπομπός της ήταν η «διαφήμιση» της από τον Ελληνικό παράγωντα,  και την φύση της ανάπτυξης της κοινωνίας και του κράτους, ήταν, και κυρίως από τους Γερμανούς, η αποδοχή ή η προπαγάνδα για εσωτερική τους κατανάλωση που όμως πέρασε ως «συγκρουσιακή συνείδηση» μεταξύ των εργαζομένων και στην χώρα μας, ότι οι Έλληνες δεν εργάζονται.
Πιο παλιά ο Ανδρέας Παπανδρέου μας είχε κατηγορήσει ότι συνηθίσαμε να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε.
Εκείνο που δεν μπόρεσε ούτε ο Παπανδρέου αλλά ούτε και η δύση, και που σοκάρονται από την συμπεριφορά μας, να καταλάβουν ήταν πως οι Έλληνες έχοντας άλλη παιδεία από τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες αντιλαμβάνονται την εργασία μέσα από την συλλογικότητα του βίου, τον συλλογικό τρόπο που εκφράζεται η κοινωνία. Μέσα από τον συλλογικό τρόπο όπου γεννήθηκε το έθνος ως κοινωνία και που βρίσκεται σε μια συνεχή σύγκρουση με το «έθνος» όπως το αντιλαμβάνεται το κράτος. 
Η αντίληψη της Δύσης για την εργασία και το πολιτιστικό πρότυπο που απορρέει εξ’ αιτίας της εργασίας, είναι ότι η κοινωνία που βιώνει την εξάρτηση της μέσα από την ανελευθερία και τον συμβιβασμό στην  «ασφάλεια» που της παρέχει η εξαρτημένη εργασία, προσκρούει στην κουλτούρα περί ατομικότητας, ατομικισμού, ελευθερία , δικαιωμάτων και ανάπτυξης όπως αυτή δομήθηκε σε όλη την μακρόχρονη πορεία των κοινωνιών της Δύσης, από το πέρασμα τους από την φεουδαρχική πολιτικό-κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα στην δημιουργία ενός νέου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, βασισμένο στην αφετηριακής του υπόσταση. Δηλαδή στην Ελληνικότητα του ως μια προβολή του όμως στην ήδη διαμορφωμένη Δυτικο-Ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Η μετακκένωση του Ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στην Δύση, προσαρμόσθηκε στις διαστάσεις που είχε ορίσει η φεουδαρχία και ο μοναρχισμός  ως πολιτισμός συμπεριφορών, ηθικής, σύστασης κοινωνιών και δημιουργία έθνους και κράτους.
Οι επαναστάσεις κατά της μοναρχίας και του φεουδαρχισμού  υπέκρυπταν επαναστάσεις εναντίον της δουλείας και της ανελευθερίας στο εμπόριο, την βιομηχανία, την επιστήμη,  στην παραγωγή, που μέσα σε αυτές τις αιχμές των επαναστάσεων έβρισκε καταφύγιο ή μάλλον χρησιμοποιήθηκαν,  η ελευθερία στην ατομικότητα και στον λόγο και στην αυτοδιάθεση.
Για να κατανοήσουμε πέρα από όσα έχουν εξιστορηθεί για το πέρασμα από την φεουδαρχία στην Αστικού τύπου ελευθερία ή όπως ονομάζουνε «Αστική Δημοκρατία» θα πρέπει κατ αναλογία να συγκριθούν ή επανάσταση εναντίον του φεουδαρχικού κοσμοσυστήματος με εκείνο που οδήγησε στον Αμερικάνικο εμφύλιο.
Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Η μόνη κατ αρχή παρατήρηση είναι, και αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε τι πραγματώνεται σήμερα εναντίον την Ελληνικής κοινωνίας, είναι η χρησιμοποίηση την «ελευθερίας» των «μαύρων» από την χρησικτησία τους στον Νότο και την μετατροπή τους σε ελεύθερους δούλους του Βορρά, ως βαστάζοντες επί μισθό την ανάπτυξη του κεφαλαίου, τηρουμένων των διαχωρισμών αίματος, χρώματος και θέσης στο οικονομικό-πολιτικό γίγνεσθαι.
Το νέο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα δεν διέλυσε τις παραδοσιακές κατατμήσεις των κοινωνιών, αλλά τις ενέταξε στην νέα δομή του κράτους υπό την μορφή των τάξεων, τις οποίες, προσδιόρισε η εξαρτημένη εργασία και το τίμημα της ελευθερίας.
Η ελευθερία, η ασφάλεια και η ευημερία του ατόμου ως συστατικό της μάζας, δηλαδή ως το αντίθετο της πολιτικής ατομικότητας που βιώνεται στο Ελληνικό περιβάλλον,   περνούσαν μέσα από την προστασία των βασικών αξιώσεων που υποστηρίχτηκαν ως αξιακές Αρχές της επανάστασης και που είχε επί της ουσίας να κάνει με την απελευθέρωση κατ’ αρχή και την ισοτιμία της στην συνέχεια με τα κρατούντα στον μοναρχισμό, της απελευθέρωσης του τρόπου παραγωγής, διάθεσης και ανταλλαγή στην βιομηχανία, στο εμπόριο και την αγροτική παραγωγή, καθώς και την απελευθέρωση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Η απελευθέρωση της βιομηχανίας και του εμπορίου καθώς και τη αγροτικής παραγωγής των ελεύθερων εδαφών, πρώτον δεν αποκατάστησε τις ανισότητες, δεύτερον δεν απελευθέρωσε την κοινωνία , τρίτον δεν δημιούργησε το συλλογικό υποκείμενο της συνατομικότητας και τέλος διακήρυξε ότι η απελευθέρωση του ατόμου περνά μέσα από την ελευθερία στην εμπορευματικό-βιομηχανική παραγωγή και την οικονομική ανάπτυξη. Επομένως και η μείωση των ατομικών ελευθεριών ή η υποταγή τους στην ελευθερία της ανάπτυξης και του εμπορίου δεν ήταν ενάντια στις αρχές της επανάστασης, αφού η ασφάλεια του καινούργιου κοσμοσυστήματος παρείχε τις εγγυήσεις ατομικών ελευθεριών  και ελεύθερης συμμετοχής του ατόμου στην ανάπτυξη, εξαρτημένου όμως από την ανάπτυξη και το οικονομικό περιβάλλον που αυτή συντελείται.  
Συνείδηση αυτής της διακήρυξης αρχών, είναι η γέννηση του έθνους-κράτους της Δύσης.   
Τι έλλειπε στο νέο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα των λαών της Δύσης; Η συλλογικότητα που μπορούσε να δημιουργήσει την Κοινωνία-έθνος, αλλά και να εγγυηθεί την ελευθερία της εργασίας ως κοινωνικό αγαθό και όχι ως μέσο εκμετάλλευσης.
Αυτό εξακολουθεί και σήμερα και μάλιστα με δικαιολογία της κρίσης επιδεινώνεται σε έσχατα σημεία.
Όπως για παράδειγμα. Ενώ οι ιδιώτες καπιταλιστές ης Δύσης παρά τις αρχικές ή τις ύστερες αντιρρήσεις του Κράτους – καπιταλιστή, δημιούργησαν ένα ελκυστικό περιβάλλον αθρόας μετανάστευσης, στην αρχή φάνηκε  πως εκείνο που επεδίωκαν ήταν η ανεύρεση φθηνών εργατικών χεριών. Στην Ελλάδα με το πρόσχημα  της πατριωτικής ευθύνης απέναντι στην Ελληνική μειονότητα της Αλβανίας προσελκύστηκε ή αθρόα εισαγωγή πάσης φύσεως εθνικοτήτων με δεσπόζουσα θέση τους Αλβανούς.
Τι πραγματικά συνέβη με την αθρόα εισαγωγή μεταναστών στις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες και κυρίως Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και στην Ελλάδα;
Το κυριότερο, ήταν πως μεταβλήθηκε η «εργασία» από μέσο σε εμπόρευμα.
Το ζήτημα δεν είναι αν η εργασία - εμπόρευμα έχει προαναφερθεί από τον Μάρξ και άλλους θεωρητικούς, σημασία έχει πως παρ’ ότι το Ελληνικό κράτος επιβλήθηκε απο τα έξω, οι εργαζόμενοι επέβαλαν την αντίληψη της εργασίας ως δημόσιο αγαθό και την υποχρέωση στο κράτος, ως συνταγματικό τους δικαίωμα,  να διασφαλίζει και να παρέχει αυτό το δημόσιο αγαθό.
Σήμερα επανέρχεται η εργασία σε εμπόρευμα κατά την δυτικοευρωπαϊκή εκδοχή και μηρυκάζεται από τους πολιτικούς μας, οι οποίοι ξεχνούν την ιδιαιτερότητα της Ελληνικής υπόστασης. Η Ελλάδα έχει σταματήσει κάθε παραγωγή των ιδιαίτερων της γνωρισμάτων στη παγκόσμια κοινωνία και πιθηκίζει προς τρίτους, νομίζοντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργεί πολιτισμό, προσχωρώντας στον πολιτισμό των άλλων.  Έτσι ετεροκαθορίζεται με τα μάτια των άλλων.
Η εργασία λοιπόν ως εμπόρευμα προσφέρεται σε πολύ χαμηλή και χωρίς δικαιώματα προς κάθε ενδιαφερόμενο για να το αγοράσει. Δεν προσφέρεται όμως ως ένα τσουβάλι πατάτες, αλλά ως ένα σύνολο κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που πραγματώνεται σε όλα τα επίπεδα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης.
Το προσφερόμενο εμπόρευμα μπορεί να ήταν δελεαστικό για τους οικονομικούς μετανάστες, αλλά δραματικό για τους πολίτες
Ο πολίτης έχασε το διαπραγματευτικό του δικαίωμα και την πολιτική του ταυτότητα και  έπρεπε για να καλύψει τις βιοποριστικές του ανάγκες, τις δικές του στο ατομικό επίπεδο αλλά και της οικογένειας του, να χαμηλώσει στο επίπεδο των μεταναστών και να ενταχθεί στο ίδιο καθεστώς. Δηλαδή να χάσει το δικαίωμα του «Πολίτη» και να αποκτήσει το προνόμιο του μετανάστη. Να γίνει μετανάστης.
Αυτό είναι και το μείζον ζήτημα  για τις Εργασιακές σχέσεις, και καλά θα κάνουν οι κρατικοδίαιτοι συνδαιτυμόνες της επίσημης διανόησης να ασχοληθούν, επισταμένα.
Ευτυχώς υπάρχουν κάποιες μια ή δύο εξαιρέσεις, στις οποίες θα έπρεπε τα συνδικάτα, και πρώτη η ΓΣΕΕ, να προσφύγουν για να γνωρίσουν και να διαφωτιστούν  για την πραγματική πραγματικότητα και όχι να εξακολουθούν να ζουν στο σκότος της εικονικής και της κομματοκρατίας.
Τα αποτελέσματα αυτού του σχεδιασμού, σε μια κοινωνία που αποικιοκρατείται από το κεφάλαιο και που η ευημερία της λιγοστή σημασία έχει μπρος την ευημερία του ατόμου δια της ευημερίας του κεφαλαίου ή όπως καθορίζεται η ευημερία από αυτό, δεν δημιουργούν σοβαρά προβλήματα , γιατί η στέρηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν είναι υπαρκτή από την στιγμή που δεν γεννήθηκαν παράλληλα με την γέννηση του αστικού κράτους-έθνους. 
Απεναντίας, σε ότι αφορά τους Έλληνες οι οποίοι συγκροτήθηκαν σε κράτος όντας ελεύθεροι και  οι οποίοι αντιλαμβάνονται με ένα ορθόδοξο θρησκευτισμό την συλλογικότητα, το έθνος, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα , την ελευθερία, την δικαιοσύνη και την ανεξαρτησία, ο σχεδιασμός αυτός στην εφαρμογή του προϋπόθετε έναν σοβαρός κίνδυνο ή μια απειλή κινδύνου, όπως ένας πόλεμος, για να υποχωρήσουν έναντι των θεμελιωδών αρχών  του αξιακού συστήματος που  συγκροτείται η κοινωνία. 
Οι μέντορες του σχεδιασμού αυτού, που στην ολοκλήρωση του τίποτε δεν θα διαφέρει στην «Ευρώπη» και παντού όλα ίδια θα είναι έστω και να μόνο μοιάζουν, επένδυσαν πάνω σε πολιτικά σχήματα που είχαν προσηλυτισθεί στην κεντρική ιδέα.
Τελευταία επένδυση τους αποτελεί ο Παπανδρέου και όλο το σινάφι των εκσυγχρονιστών, οπαδών του διαφωτισμού και του μεσαίωνα, ο οποίος επανέρχεται με τον πιο τραγελαφικό τρόπο.
Ο σχεδιασμός αυτός κατατείνει στην δημιουργία καθεστώτος ανελευθερίας της ατομικότητας και βίαιης προσαρμογής σε καθεστώς εξάρτησης.
Δεν είναι τυχαίο πως η αίσθηση της ελευθερίας είναι τόσο αναπτυγμένη που  έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον αντί-εξαρτημένης εργασίας με πάνω από 900 χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα.
Όμως μέσα από το καθεστώς της εξαρτημένης εργασίας ο εργαζόμενος χάνει την ελευθερία στην ατομικότητα και μεταβάλλεται σε δούλο. Όμως μέσα απο αυτήν την ελεγχόμενη διαδικασία πραγματώνεται η οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωση. Άλλωστε η "απελευθέρωση" των "κλειστών" επαγγελμάτων εντάσσεται σ' αυτή την προοπτική. κάθε τι που κινείται εκτός των τειχών της εξαρτημένης εργασίας έχει πλέον στοχοποιηθεί και αποτελεί αγκάθι στην καπιταλιστική ανάπτυξη όπως έχει σχεδιαστεί και όπως σ' αυτήν έχει προσχωρήσει κάθε δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του σχεδιασμού αυτού.
Θυμάμαι την κα. Διαμαντοπούλου, ως Επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μας προτείνει ως επίσημη Ελληνική γλώσσα, τα Αγγλικά. Σήμερα η εν λόγω κυρία είναι επίλεκτο μέλος της κυβέρνησης εκτελώντας καθήκοντα Υπουργού Παιδείας..
Ένα από τα πρώτα εκτρωματικά σχέδια διαζυγίου της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από την Ελληνική παιδεία θα τεθεί «υπό δημόσιο διάλογο» με τους πρυτάνεις και τους προέδρους των ΤΕΙ να έχουν εκ των πρότερων προσχωρήσει στην Δυτικοποίηση της Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης, θέτοντας υπό καθεστώς δουλείας από τα καπιταλιστικά κέντρα  του κέρδους και της εκμετάλλευσης, το σύνολο της εκπαίδευσης και των ανθρώπων, τα οποία  θα ετοιμάζουν τα αναγκαία και σύγχρονα γρανάζια των μηχανών κέρδους και χρήματος..
Καταργούνται όλα τα δικαιώματα της πανεπιστημιακής κοινότητας και ειδικά εκείνο της συλλογικότητας, το δικαίωμα λόγου ( σύμφωνα με την αρχαιοελληνική γραμματεία, ο λόγο είναι μέσο συμμετοχής στην απόφαση ), το δικαίωμα διαχείρισης και άσκησης διοίκησης.  

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. Μια απάντηση στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης

Η άνιση σχέση μεταξύ του κατέχοντος την εξουσία και του εντελλόμενου των νόμων της εξουσίας, γεννά πλήθος εκφυλιστικών φαινομένων όπως λόγου χάρη το  πελατειακό κράτος. Γιατί; Επειδή δεν υπάρχει εκείνο το συλλογικό υποκείμενο, η κοινωνία με δομή οργανωμένου Δήμου,  που θα εκφράσει το συλλογικό ακόμα και εάν αυτό εξατομικεύεται σε μια ή δυο περιπτώσεις, αλλά και γιατί το ψέμα που έχει κατασκευάσει την λεγόμενη δημοκρατία ή το αντιπροσωπευτικό σύστημα έχει κοντά ποδάρια.
Ο άνθρωπος που θέλει να βρει δουλειά στο παιδί του αντιλαμβάνεται μεν ότι αυτό αποτελεί συλλογικό –πρόβλημα, εξατομικευμένο όμως έχει μια μονοδιάστατη περιοριστική θέση έναντι του συλλογικού και, εφ όσον λοιπόν δεν υπάρχει εκείνο το συλλογικό υποκείμενο που θα προτάξει και θα συναντηθεί με την εξουσία  στο πρόβλημα της ανεργίας , αυτός ο άνθρωπος καταφεύγει από μόνος του στην δημιουργία μιας πελατειακής σχέσης με τον πολιτικό, ή τον παράγοντα δημόσιο λειτουργού ή εκπρόσωπο του πολιτικού ( κομματάρχη).
Ομοίως το ίδιο συμβαίνει και στον χώρο των οργανωμένων ομάδων εργαζομένων, όπου η πελατειακή σχέση παρατηρείται ανάμεσα στον εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του και στην ηγεσία της ομάδας. Μια σχέση εξυπηρέτησης ατομικών αναγκών των ηγετικών στελεχών παρ’ ότι θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι υφίσταται το συλλογικό υποκείμενο.
Αυτή η σχέση αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο το εργατικό στέλεχος βρίσκεται πιο κοντά στα κέντρα αποφάσεων και εξουσίας, όπως και αν αυτά εμφανίζονται. Είτε ως κράτος – εξουσία, είτε ως κόμμα- εξουσία.
 Όμως το αντίτιμο της πελατειακής σχέσης καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς, δηλαδή της προσφορά, της ζήτηση, της εξάρτησης, της ανταλλαγής  και της  κεφαλαιοποίησης του ωφελήματος προς τον πολιτικό, περισσότερο δε  αν ενέχει μέσα της αυτή η πελατειακή σχέση πολλαπλασιαστικά ευεργετήματα. Γιατί η πελατειακή σχέση στο επόμενο διάστημα από την γέννησή της ανάμεσα στον πολίτη και τον εξουσιάζοντα, μεταβάλλεται σε εμπόρευμα αποκτώντας τιμή συγκεκριμένης αξίας που είναι ανάλογη της ανταλλαγής και της εξάρτησης.
Επομένως η περίπτωση να ικανοποιηθεί ο πελάτης του Πολιτικού και γενικά του ασκούντος εξουσία,  έχει άμεση σχέση με την ποιότητα και την ποσότητα του ανταλλάξιμου προϊόντος που δεν είναι το παιδί του πελάτη, αλλά η υποταγή, η υποστήριξη, η εξάρτηση  και ο αριθμός των ψήφων του οικογενειακού – συγγενικού περιβάλλοντος ή της δυναμικής που έχει ο πελάτης, είτε εκ της θέσεώς του – οικονομική ή θέση λειτουργού- είτε εκ του εισοδήματός του, να επηρεάζει την συνείδηση των ομόγυρων συγγενών και φίλων και να κατευθύνει την δήλωση ( ψήφο) νομιμοποίησης του Πολιτικού ή του οποιοδήποτε ασκεί εξουσία.
Ακόμα πιο συγκεκριμένα, ο ασκών εξουσία, πωλεί το εμπόρευμα εργασία σε μια συγκεκριμένη τιμή αξίας ισοδύναμη    με την αξία της υποταγής και της εξάρτησης, δηλαδή ενός ανταγωνιστικού προϊόντος., το οποίο προσδιορίζει την αξία υπεροχής του ιδιοκτήτη του.
Όσο πιο ισχυρή θέση κατέχει στο κράτος ο ιδιοκτήτης του προϊόντος εξάρτηση και υποταγή, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά το εμπόρευμα προς διάθεση και αναλόγως τόσο  διευρύνονται οι απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις συναλλαγής με τους πολίτες.
Τι άλλο παρατηρούμε  εδώ;
Το διαζύγιο μεταξύ πολίτη και πολιτικού.
Δηλαδή ο πολιτικός ανεξαρτητοποιείται από τον πολίτη, δεν δίνει λογαριασμό στον πολίτη για τις πράξεις του, δεν ελέγχεται ούτε αναγνωρίζει σύμφωνα και με το σύνταγμα, ότι η νομιμοποίηση τους βρίσκεται σε συνεχή αμφισβήτηση, πράγμα που σύμφωνα με το σύνταγμα και τον εκλογικό νόμο τοποθετείται χρονικά και ουσιαστικά μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια.
 Ο Τρικούπης έλεγε πως για να εκσυγχρονιστεί η Ελληνική κοινωνία πρέπει ο Πολιτικός να απελευθερωθεί από τον Πολίτη.
Αυτό από μόνο του δημιουργεί μια άλλου τύπου συνάντηση του πολιτικού με τον πολίτη. Η συνάντηση επί του προσωπικού προβλήματος που αντιμετωπίζει ο πολίτης και η αναζήτηση του διαμεσολαβητή, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο πολιτικός, σε άλλη περίπτωση ο εύφορος, ή σε άλλη ο πολεοδόμος κοκ.
Εξυπακούεται, ότι το ίδιο συμβαίνει στις σχέσεις πολιτικού με την κοινωνία.
Ο πολιτικός δρα συμφώνως με το σύνταγμα, κατά συνείδηση, διαμορφώνει και προσδιορίζει την συνείδησή του ως ιδιωτικό αισθηματολογικό αξίωμα, ως ηθική που καθορίζεται από το ιδιωτικό συμφέρον του Πολιτικού,   το οποίο υπόκειται όχι στην ηθική που αναγνωρίζει η  κοινωνίας, ούτε στις υποχρεώσεις , τον πατριωτισμό, το δημόσιο συμφέρον, το κοινό καλό, το δίκαιο και το δίκιο όπως το αντιλαμβάνεται και το προσδιορίζει η κοινωνία, αλλά στην ηθική απέναντι στο κράτος και το κόμμα, του οποίου είναι ταυτόχρονα υπηρέτης αλλά και ιδιοκτήτης. Δηλαδή την υποχρέωση του έναντι του ιδιωτικού του συμφέροντος που το διασφαλίζει η εξάρτησή του από το κόμμα και το Κράτος.
Εξ αυτού του δυϊσμού, που γεννά η σχέση εξάρτησης και η σχέση ιδιοκτησίας,   ο πολιτικός αποκτά την εξουσία να ορίζει το γενικό καλό, το δημόσιο συμφέρον, τον πατριωτισμό, του δίκιο και να διαμορφώνει το δίκαιο μέσο του οποίου απονέμεται δικαιοσύνη.  
 Η διαμορφωμένη κατάσταση αυτή παρέχει στο Πολιτικό το δικαίωμα ή καλλίτερα το αξιακό δίκαιο της πελατειακής σχέσης με έναν ή δεκάδες ή εκατοντάδες πολίτες, στους οποίους προσφέρει ειδική μεταχείριση – εξυπηρέτηση, ώστε από την μια να τους έχει υπό κατοχική ομηρία και από την άλλη ως δύναμη υπεροχής έναντι του ανταγωνιστή του Πολιτικού, ή του επιδιώκοντος να τον αντικαταστήσει στο κοινοβούλιο.  
Σύμφωνα με τον καθηγητή Καραγιώργη, οι πελατειακές σχέσεις είναι οι πρακτικές του κόμματος να αποσυνθέσει την κοινωνία, να μην έχει συλλογικό ιστό, ώστε να μπορεί να επενδυθεί εξολοκλήρου το κράτος και να το μεταβάλει σε δικό του πολιτικό σύστημα, σε δικό του ομοίωμα. Δηλαδή να το ιδιοποιηθεί.
Αυτό όμως οφείλεται στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα ενσαρκώνεται αποκλειστικά από το κράτος και την κοινωνία την θέλει ιδιώτη.
Επομένως για να κλείσω αυτή την απάντηση προς τον κ. Πάγκαλο, η πελατειακή σχέση των πολιτικών , ή οποία διαχέεται σε ολόκληρη την σφαίρα συνάντησης των πολιτών με το κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον όπου μιμητές αυτής της ηθικής βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όλος τις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες, δεν μπορεί να ενοχοποιεί τους πολίτες για να αισθάνεται ο πολιτικός συνέταιρος ή αμοιβαία συνένοχος και άρα εξιλεωμένος κατά τι.