Η έκπτωση του ανθρώπου σε σχέση με τα πράγματα.
Όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε ένα ζήτημα ή μια κατάσταση δεν ξεκινάμε από μια υπόθεση αλλά από μια βεβαιότητα.
Συνήθως ορίζουμε το μηδέν χωρίς να μας απασχολεί η βάση που ορίζεται το μηδέν.
Λέμε παραδείγματος χάρη ότι, «κατά την διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπου, ο άνθρωπος ανακάλυψε τα εργαλεία…» ξεχνώντας ότι για να ανακαλύψει κάτι αυτό το κάτι προϋπήρχε της ανακάλυψής του.
Ξεχνώντας όμως αυτό ή προσπερνώντας το, έχουμε χάσει κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτή καθ’ εαυτή την ανακάλυψη.
Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος ανακάλυψε τα εργαλεία, και ότι τα πρώτα εργαλεία ήταν η χρήση του ξύλου και της πέτρας, μας διαφεύγει το γεγονός ότι αυτά προϋπήρχαν με τις βασικές τους ιδιότητες, που κατά την χρήση τους ο άνθρωπος άρχιζε να τις απελευθερώνει.
Κατά τον ίδιο τρόπο ταυτίζουμε την απελευθέρωση με τον προσδιορισμό.
Αν κάνουμε μια πολύ κοντινή προς την πραγματικότητα υπόθεση, η ανακάλυψη της πέτρας ως εργαλείο, ουσιαστικά προήλθε από κάποιο τυχαίο γεγονός, γιατί η πέτρα προϋπήρχε ως εργαλείο ως συνείδηση της δημιουργίας της.
Η επαφή της με τον άνθρωπο απελευθέρωσε την συνείδηση αυτή – όπου συνείδηση ερμηνεύεται ως δυνάμεις του αισθητού και της αίσθησης- και στην συνέχεια ο ανθρώπινος νους ερμήνευσε αυτή την συνείδηση ως εργαλειακές ενέργειες που τον διευκόλυναν.
Κάνοντας χρήση αυτής της υπόθεσης, η πέτρα έκρυβε δύο βασικές δυνάμεις που πάλι κατά τυχαίο τρόπο, δηλαδή όχι επιστημονικό, προκάλεσε την έκπληξη και την παρατηρητικότητα στον άνθρωπο.
Πρώτα του μάτωσε το χέρι, μετά του προκάλεσε πόνο, διαπίστωσε τότε τραυματισμό και μειώθηκαν οι ικανότητές του και στην συνέχεια αλλάζοντας θέση στην παλάμη του, η πέτρα το βοήθησε να σπάσει έναν καρπό, να προστατεύσει την σωματική του ακεραιότητα από κάποιο επιτιθέμενο ζώο, προκαλώντας του τις ίδιες επιπτώσεις που πριν λίγο είχε ο ίδιος διαπιστώσει.
Εκείνο όμως που δεν μπόρεσε να ανακαλύψει έγκαιρα, παρότι οι πολλαπλές χρήσεις της πέτρας, όπως και του ξύλου ή του χαλκού και του σιδήρου, τον διευκόλυναν και καλυτέρευαν την ζωή του, ήταν το γεγονός ότι μετά την απελευθέρωση τους από την ουδετερότητα στην χρησιμότητα και την μετατροπή τους σε εργαλεία, απελευθέρωναν και δυνάμεις που η συνείδησή τους, θα τον καθιστούσαν αιχμάλωτο της χρησιμότητας τους.
Μπορεί να περιορίζουμε την συνείδηση στα έμψυχα όντα , οι δυνάμεις όμως που απελευθερώνονται από την η ύλη εμπεριέχουν συνείδηση.
Μια βασική ατέλεια στον άνθρωπο είναι ότι κάθε φορά που ανακαλύπτει καινούργια πράγματα βρίσκεται σε τρομακτική αδυναμία να κατανοήσει έγκαιρα την υποδούλωσή του από καθετί νέο που ανακαλύπτει και αυτό δεν αποτελεί συνέπεια την διαδικασίας ανακάλυψης ούτε των υποβοηθητικών εργαλείων που χρησιμοποιεί.
Η υπεροψία του ανθρώπου έναντι της φύσης που τον περιβάλλει τον οδηγεί αμετάκλητα στην άρνηση της φύσης του, να αντιλαμβάνεται τα πράγματα, ακόμα και την ζωή του στην πραγματική τους διάσταση.
Η πραγματική διάσταση των πραγμάτων καθώς και όσων ανακαλύπτονται από τον άνθρωπο, δεν περιορίζεται σε ότι ο άνθρωπος επιλέγει αλλά από την φύση τους, αφού εντός της φύσης που συντελείτε η ύπαρξη του ανθρώπου, και τα έργα του είναι απόλυτα εξαρτημένα από την φύση που τα γέννησε. Την ίδια την φύση του ανθρώπου. Στο παράδειγμα με την πέτρα, οι διαστάσεις, αυτές που δεν φαίνονται αλλά που ενυπάρχουν και προκαλούν την απελευθέρωση τους ο άνθρωπος δεν μπορεί να τις υποβάλει σε έλεγχο. Απεναντίας οι διαστάσεις αυτές ή οι ιδιότητες για κάποιους άλλους, είναι εκείνες που υποβάλουν τον άνθρωπο σε εξάρτηση και καθοδηγούν την σκέψη και την εφαρμογή της.
Ένα πιο κοντινό παράδειγμα είναι η πυρηνική ενέργεια όπου ο άνθρωπος ακόμα δεν μπορεί να ελέγξει τις επιπτώσεις από ένα ατύχημα ή να μηδενίσει τις δυνάμεις της σχάσης του ατόμου που ο ίδιος προκάλεσε.
Πριν προβάλλεται την εναντίωσή σας σε αυτό το συμπέρασμα, θα πρέπει να εξηγηθεί πρώτα η θεϊκή υπόσταση που οι άνθρωποι προσέθεσαν πάνω στην φύση αλλά και σε ότι η φύση τους προμήθευε.
Επίσης θα πρέπει να αιτιολογηθεί αυτή η υπόσταση ως μια διάσταση πλέον όσων ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει και είχε απελευθερώσει, αλλά δεν μπόρεσε ούτε να ελέγξει τις απελευθερούμενες δυνάμεις ούτε πολύ περισσότερο να τις υποτάξει.
Η υπόσταση αυτή ξεπηδά από το αναπάντητο μέχρι και σήμερα ερώτημα της δημιουργίας της γης, των πλανητών και της ζωής.
Κατά την θεολογική ερμηνεία της ζωής και των πλανητών, ενώ η ψυχή απελευθερώνεται στο περιβάλλοντα χώρο ή «ανεβαίνει σε ανώτερα επίπεδα μετά την απελευθέρωσή της, η ύλη, το σώμα, επιστρέφει στην πρότερη κατάστασή του, στην ουδέτερη ύλη ή την μη-έμψυχη. Θα μπορούσε λοιπόν ο άνθρωπος να «συλλάβει» εκ νέου την ψυχή και να την επαναεισάγει στην ύλη ώστε να συνεχιστεί ένα ακόμα διάστημα ζωής;
Μέχρι σήμερα το μόνο που ερευνάται είναι η δυνατότητα παράτασης της παραμονής της ψυχής στο σώμα και η «επικράτηση» της ζωής έναντι του θανάτου, στο εν ζωή ζώντα οργανισμό.
Όλες οι ανακαλύψεις κινούνται πάνω σε μια υπόθεση και όλες προσπαθούν να την επιβεβαιώσουν, έτσι ώστε να αποδείξουν την ορθότητα της υπόθεσης αλλά και την ορθότητα των αιτιών που έσπρωξαν τον άνθρωπο να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα και να εφαρμόζει καινούργιες σκέψεις και καινούργια εργαλεία.
Αυτό όμως έχει οδηγήσει τον άνθρωπο σε υποδεέστερη θέση των ανακαλύψεών και των εργαλείων που δημιουργεί για να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα.
Από την ανάγνωση της ιστορίας των πρώτων απλών κοινωνιών μέχρι στις σημερινές σύνθετες , από την ανακάλυψη των εργαλείων και την εξέλιξη της χρήσης των, οι οργάνωση των ατόμων μέσα σε κάθε κοινωνία ακολουθούσε την ανάγκη παραγωγής εργαλείων και αγαθών. Δηλαδή την ανάγκη παραγωγής και διαχείρισης των συντελεστών και των αγαθών που ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες βιοπορισμού και ασφάλειας της ζωής και της αναπαραγωγής.
Στην εξέλιξή τους, τα ίδια τα μέσα που απελευθερώθηκαν από τον άνθρωπο και που του παρείχαν την ασφάλεια ζωής και αναπαραγωγής, απελευθέρωσαν δυνάμεις που ξεπερνούσαν ό,τι ο άνθρωπος όρισε. Ενώ δηλαδή κατ’ αρχάς τα πράγματα ορίστηκαν από τον άνθρωπο ως προς αυτόν στην συνέχεια της εξέλιξης ο άνθρωπος εκτοπίστηκε από τα πράγματα και εκείνα όρισαν τον άνθρωπο ως προς αυτά.
Όταν ο άνθρωπος ξεπέρασε την χρήση των εργαλείων και των αγαθών και τους έδωσε υπεραξία τότε ο άνθρωπος ορίστηκε ως προς τα πράγματα από την υπεραξία που τους έδωσε. Χάριν παραδείγματος αναφέρω το χρήμα με οποιαδήποτε μορφή.
Όταν τώρα στον ίδιο χρόνο εργασίας με τις ίδιες πρώτες ύλες η παραγωγή, η υποστηριζόμενη από νέα και πιο σύγχρονα εργαλεία, αποκάλυπτε την δυνατότητα συσσώρευσης και διεύρυνσης των δυνατοτήτων και των εργαλείων και του ανθρώπου, τα σύγχρονα εργαλεία και κυρίως η συσσώρευση όρισαν τον άνθρωπο.
Η οργάνωση των ατόμων σύμφωνα με την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών, έδωσε την θέση της σε μια άλλη οργάνωση κοινωνίας που υποστηριζόταν από την αποκαλυπτόμενη υπερδύναμη των απελευθερωμένων δυνάμεων των εργαλείων και της συσσωρευμένης παραγωγής, η οποία ( συσσώρευση) εξύψωσε τις ανάγκες του ανθρώπου πάνω από τον άνθρωπο.
Όσο διευρύνονταν αυτές οι δυνατότητες στην εξέλιξη των εργαλείων κατά κύριο λόγο και όσο αυτό προκαλούσε υπερσυσσώρευση προϊόντων, τόσο μεταβαλλόταν σε βάρος των βασικών αναγκών η θέση του ανθρώπου σε σχέση με τα εργαλεία και την παραγωγή.
Ενώ δηλαδή δεν ταξικοποιούσε τα άτομα και την εργασία τους ο καταμερισμός της παραγωγής για την κάλυψη των αναγκαίων εργαλείων και αγαθών που υπηρετούσαν τις βασικές ανάγκες, στο πέρασμα τους στο επίπεδο της απελευθέρωσης των δυνάμεων που έκρυβαν μέσα τους τα εργαλεία ( απόρροια της γνώσης επ’ αυτών) η θέση τους στην οργάνωση της κοινωνίας δεν πραγματοποιούταν με βάση την βασικές ανάγκες αλλά με την υπεραξία που δίνονταν στα υποπροϊόντα αυτών των απελευθερωμένων δυνάμεων. Δηλαδή στης συσσώρευσης και αμέσως μετά στο σφετερισμό της.
Σήμερα ας πούμε ο άνθρωπος, είναι αντιμέτωπος τόσο με την έλλειψη ενέργειας στην παραγωγή προϊόντων όσο και με την διαχείριση των σκουπιδιών. Εάν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση του, τότε θα μίκραινε ο όγκος των σκουπιδιών στα φυσιολογικά του μεγέθη και ο όγκος της ενέργειας που παράγεται σήμερα θα ήταν άχρηστος.
Ενώ στα αρχικά του βήματα ο άνθρωπος ήταν υπόδουλος των εμποδίων που έθεταν σε κίνδυνο την ζωή και την αναπαραγωγή του στην συνέχεια υποδουλώθηκε από τα ίδια τα εργαλεία και τις δυνάμεις των στην προσπάθεια να υποτάξει τα εμπόδια.
Αυτή η εξέλιξη των εργαλείων και της παραγωγής δεν άφησε το άτομο στην καθυστερημένη του διάσταση αλλά του αποκάλυψε και του απελευθέρωσε δυνάμεις που μεν προϋπήρχαν, ως ικανότητες πάνω στα εργαλεία κατ’ αρχή και αμέσως μετά πάνω στην φύση που τα γέννησε.
Μπορούμε , και με βάση την ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου, να διαπιστώσουμε για μια ακόμα φορά ότι προηγήθηκα του ανθρώπου οι δυνάμεις των εργαλείων και αυτές συνετέλεσαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση των δυνάμεων που κρατούσαν υπανάπτυκτο και φοβικό τον άνθρωπο.
Σε αυτό συνέτεινε περισσότερο και από την απελευθέρωση των κρυμμένων δυνάμεων, η δυναμική της φύσης του ανθρώπου, που όσο έλειπαν τα εργαλεία από την ζωή του δεν γίνονταν κατορθωτό, να αποκαλυφτούν οι φυσικές του δυνάμεις, όπως η δεσποτική θέση του πάνω στην φύση.
Αλλά η δεσποτική θέση του ανθρώπου πάνω στην φύση, επειδή αποκαλύφθηκε εξαιτίας της τριβή του με τα εργαλεία και την απελευθέρωση των δυνάμενων που αυτά έκρυβαν, υποδούλωσε τον άνθρωπο σε αυτές τις δυνάμεις γιατί ο σκοπός της απελευθέρωση των εργαλειακών δυνάμεων δεν περιορίστηκε στην ιδιότητα τους ως μέσα αλλά έγιναν σκοπός που πλησίαζαν τον σκοπό για τον οποίο είχαν απελευθερωθεί. Δηλαδή παρήγαγαν ολοένα και περισσότερες δυνάμεις άχρηστες μεν για τον σκοπό που υπήρχαν αλλά πολύ χρήσιμες, καθώς μας διδάσκει η ιστορία, για να αποκτήσει ο άνθρωπος την ψευδαίσθηση ότι τα κατέχει και ασκεί πάνω τους δεσποτικό ρόλο. Αυτό είχε σαν συνέπεια την υποδούλωση του και στα εργαλεία και στις δυνάμεις που απελευθέρωσε και στον σκοπό αυτών των δυνάμεων, μιας και ο σκοπός τους περιγραφόταν όχι σαν μέσο επιβίωσης και εξέλιξης αλλά σαν σκοπός αποκοινωνικοποίηση του ανθρώπου από την φύση του.
Παράδειγμα, η ανακάλυψη της πυρηνικής ενέργειας τσίγκλησε την αλαζονεία του ανθρώπου ώστε πρώτα την χρησιμοποίησε ως όπλων εναντίον της φύσης που τον γέννησε και ταυτόχρονα πάνω στον ίδιο τον εαυτό του και κατόπιν ως ωφέλιμη για τον άνθρωπο.
Συνειδητοποίησε ο άνθρωπος ότι οι δυνάμεις των εργαλείων πλέον, ναι μεν υπηρετούσαν ως μέσα την επιβίωση του σε ολοένα και πιο ασφαλή επίπεδα αλλά, ο σκοπός τους υπερέβαινε του σκοπού για τον οποίο είχαν εφευρεθεί. Του παρείχαν δυνάμεις που αύξαναν την θέση ισχύος τους πάνω στην φύση, στις ανάγκες, στα ζώα, στην ίδια της ζωή του μέχρι και πάνω στους άλλους ανταγωνιστές του που τώρα εμφανίζονταν εξαιτίας της ιδιοκτησίας και χρήσης των ίδιων εργαλείων.
Στην τελική τα εργαλεία από την στιγμή που τους απελευθερώθηκαν οι δυνάμεις τους, έδειξαν στον άνθρωπο ότι και ο ίδιος πλέον ως απελευθερωτής είχε απεριόριστες δυνάμεις που ήταν καταχωνιασμένες επειδή μέχρι τότε κυριαρχούσαν άλλα στοιχεία πάνω του, όπως ο φόβος, η αδυναμία του, οι συνθήκες διαβίωσης κλπ.
Ταυτόχρονα όμως ενώ απελευθέρωναν στον άνθρωπο την πεποίθηση του ελέγχου του φόβου, της αδυναμίας, της δύναμης και της ελευθερίας, μετατόπιζαν τον σκοπό από μέσο σε σκοπό δύναμης.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε πολύ πιο κατανοητά από τον Αριστοτέλη, όταν, αφού μελέτησε τις σχέσεις ανθρώπων- κοινωνίας – παραγωγής – ανταλλαγών – εμπορίου και χρήματος, κατέληξε ότι, τα πράγματα έχουν διττή χρήση την φυσική του και την μη φυσική. Η μη φυσική χρήση δεν αποσκοπεί στην αξία χρήσης τους αλλά στο χρήμα και αυτό από μέσο μετατρέπεται σε σκοπό που προσπαθεί να φτάσει τον τελικό του σκοπό που είναι ο συνεχής πλουτισμός.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από τα Πολιτικά , βιβλίο1, κεφ.9: «Εκάστου γαρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν, η μεν οικεία η δ’ ούκ οικεία του πράγματος, οίον υποδήματος η δε υπόθεσις και η μεταβλητική αμφότεραι γαρ υποδήματος χρήσεις, και γαρ ο αλλαττόμενος τω δεομένω υποδήματος αντι νομίσματος ή τροφής χρήται τω υποδήματι ή υπόδημα, αλλ’ ου την οικείαν ου γαρ αλλαγής ένεκεν γέγονε»
« Γιατί διπλή είναι η χρήση κάθε πράγματος. Η μια χαρακτηρίζει το πράγμα σαν τέτοιο, η άλλη όχι, όπως ένα σανδάλι από την μια χρησιμεύει για την υπόδεση και από την άλλη για την ανταλλαγή. Και τα δύο είναι αξία χρήσης του σανδαλιού, γιατί αυτός που ανταλλάσσει το σανδάλι μ’ αυτόν που χρειάζεται σανδάλι και παίρνει σε αντάλλαγμα νόμισμα ή τροφή χρησιμοποιεί το σανδάλι σαν σανδάλι, όχι όμως με τον φυσικό τρόπο χρήσης του, γιατί το σανδάλι δεν φτιάχτηκε για ανταλλαγή».
Τι αποκαλύπτεται εδώ; Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ανάγκη εξεύρεσης τροφής εκποιεί τα περιουσιακά τους στοιχεία όχι για χρήση που αυτά δημιουργήθηκαν αλλά ως μέσο ανταλλαγής πέρα από την χρήση τους. Ταυτόχρονα και οι δύο υποτάσσονται κατά διαφορετικό τρόπο στην ίδια δύναμη των πραγμάτων όταν αυτά απολέσουν την φυσική τους διάσταση και αποκτήσουν μια τεχνητή που ο άνθρωπος κατασκεύασε γι’ αυτά. Ο μεν πρώτος υποτάσσεται στην ανέχεια, απότοκου της απώλειας των πραγμάτων ο δε δεύτερος στην υπεροχή τους, ως απόκτημα πέραν της φυσικής τους χρήσης, έναντι των αναγκών του άλλου.
Οφείλουμε εδώ να παρατηρήσουμε ότι ενώ ο δεύτερος «υπερηφανεύεται» για την υπεροχή του απέναντι στον πρώτο τώρα, στην πραγματικότητα ο ίδιος έχει αποκτήσει υπόσταση υπεροχής διαμέσου των πραγμάτων, που η ενδεχόμενη απώλεια θα το καταστήσει στην μοίρα του πρώτου, η δεν αύξηση της κατοχή περισσοτέρων θα τον διατηρήσει σε κατάσταση υπεροχής. Ξεχνώντας πάντοτε όμως ότι πλέον αποτελεί ο ίδιος υποκατάστατο των πραγμάτων, μιας και η διαφορά του από τους άλλου έγκειται στο γεγονός ότι η αφύσικη ιδιότητα των πραγμάτων είναι εκείνη που τον αναγορεύει σε ανώτερο. Επομένως έχει χαθεί ο σκοπός της φυσικής υπόστασης των πραγμάτων και πλέον σκοπός των πραγμάτων είναι ο σκοπός ( η δύναμης ) που υποτάσσει τον άνθρωπο στην προσπάθειά τους να φτάσουν τον άνθρωπο και διαμέσου της δύναμης αυτής ο άνθρωπος υποτάσσει τα πράγματα και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής θα τον δούμε μέσα από αυτήν την διάσταση, όπου η δια των δυνάμεων που ασκούν τα πράγματα πάνω στον καθορισμό της προσωπικότητας και στην οριοθέτηση της ανωτερότητα, δηλαδή της υπεροχής, υποδουλώνοντας πρώτα το άτομο στις δυνάμεις των στην συνέχεια αποκαλύπτοντας το μέγεθός των στο άτομο επέβαλαν μια αντίστοιχη συμπεριφορά. Όσο συσσωρευόταν μεγαλύτερος όγκος πραγμάτων σε λιγότερα χέρια τόσο μεγάλωνε η αξία του χρήματος, έχανε παράλληλα αξία η ανταλλαγή χρήσης και τόσο η υπεροχή μετατρεπόταν σε δύναμη που ξεπερνούσε και την κοινωνία, που η κορύφωσή της ήταν η εξουσία πάνω στα πράγματα και πάνω στον άνθρωπο.
Αυτή η ανάγκη συνεχούς εξάρτησης από τις δυνάμεις και της οικειοποίησης των πραγμάτων ισοδυναμεί με την συνεχή αναζήτηση μεγαλύτερης συσσώρευσης , χωρίς τα μέσα να παίζουν κάποιο σπουδαιότερο ρόλο απ’ αυτόν για τον οποίο χρησιμοποιούνται, αρκεί να υπακούουν τον στόχο που ξεπερνά την φυσική του διάσταση, δηλαδή να υπηρετούν ανάγκες που ξεπερνούν τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, της κοινωνίας και του Κράτους. Ως αντίστοιχο μέσο, δηλαδή ως εργαλείο, χρησιμοποιείται και ο άνθρωπος, υπό την οποιαδήποτε κατάσταση έκπτωσης σε εργαλείο, είτε μιλώντας για το δουλοκτητικό σύστημα, είτε για την εξαρτημένη μισθωτή εργασία.
Εάν στο δουλοκτητικό σύστημα ο άνθρωπος – δούλος ήταν απλώς μια ομιλούσα έμψυχη μηχανή, στην εξαρτημένη μισθωτή εργασία είναι επί μισθό έμψυχη μηχανή που βιώνει την ελευθερία της δουλείας του κατ’ επιλογή του και εξαναγκαζόμενος.
Δηλαδή η έκπτωση του σε εργαλείο πραγματοποιείτε οικειοθελώς μέσα σε ένα καταναγκαστικό σύστημα δουλείας των αναγκών και στην υπόθεση ότι η κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης του δεν τελεί σε καθεστώς ανελευθερίας, παρότι υφίσταται το ίδιο σύστημα, και του παρέχεται η δυνατότητα της επιλογής, τότε δεν επιφέρει έκπτωση ή τουλάχιστον δεν φαίνεται. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της εξαρτημένης μισθωτής δουλείας ( εργασίας) και της ελεύθερης εργασίας ( ελεύθερο επάγγελμα).
Από όλα όσα μέχρι σήμερα ισχυρίζονται ως διαφορετικό από το δουλοκτητικό σύστημα η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι παρέχεται η επιλογή ανάμεσα στην έκπτωση και στην, εν ελευθερία εργασία. Το σύγχρονο της παραδοσιακής δουλείας είναι ότι η έκπτωση τιμολογείτε σε χρήμα και είδος αλλά είναι χειρότερη της «μητέρας» της.
Είπαμε παραπάνω για την διττή φύση των πραγμάτων. Μπορούμε ίσως τώρα να κατανοήσουμε και την παρούσα πραγματικότητα όπου το κράτος καταχρηστικά οικειοποιείται στο κάθε πράγμα την δεύτερη του υπόσταση, όπως η ιδιοκατοίκηση, ισχυριζόμενο πως η κατοικία που έχει μονοδιάστατη φυσική χρήση, ως ανάγκη δεν ανήκει στον άνθρωπο λιγότερο από εμπόρευμα και δεν υφίσταται η ανάγκη ως μονοδιάστατη κατάσταση που ωφελεί τον χρήστη ιδιοκτήτη της, ταυτίζοντας την χρήση της με την ουσία, και την αντιλαμβάνεται ως εμπόρευμα που ξεπερνά την ουσία, δηλαδή την ανάγκη, στερώντας από το κράτος έσοδα φόρου και για τον λόγο αυτό υπολογίζει ένα τεκμαρτό εισόδημα, που ισοδυναμεί με ένα ετήσιο ενοίκιο που δεν πληρώνει ο ιδιοκτήτης της κατοικίας, αλλά το «επωφελείται», κατά το κράτος, σε βάρος και αυτών που πληρώνουν ενοίκιο και σε βάρος του κράτους, που ως διττό μέσο κατά το άλλο σκέλος αποκρύπτει φόρους. Αυτή η υπερβατική ερμηνεία της χρήσης του μέσου και η ταύτισή του με την ανάγκη, εξωθεί το μέσο σε μεγαλύτερη διάσταση από αυτήν που έχει, υποδουλώνοντας όχι το μέσο στον άνθρωπο αλλά τον άνθρωπο στις ανάγκες του, εξυψώνοντας τες σε εμπόρευμα. Η εναντίωση στην εμπορευματοποίηση των αναγκών θα οδηγούσε στην από-κοινωνικοποίηση του ατόμου από την κοινωνία των εμπορευμάτων και θα τον οδηγούσε στην κοινωνικοποίηση του ανθρώπου μέσω της κοινωνικοποίησης των αναγκών. Αυτή η εναντίωση μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά ρήξης με το κράτος και ρήξη με το πολιτικό κατασκεύασμα που επιτρέπει στο κράτος την εμπορευματοποίηση των αναγκών.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα έπρεπε να στρατεύονταν τα συνδικάτα αλλά και προς αυτήν την κατεύθυνση θα έπρεπε να εκπαιδεύονταν με γνώσεις τα άτομα και οι κοινωνίες. Και αυτό αποτελεί την αιτιολογημένη, ως ύπαρξη, δημιουργία οργανώσεων Λαϊκού κινήματος.
Όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε ένα ζήτημα ή μια κατάσταση δεν ξεκινάμε από μια υπόθεση αλλά από μια βεβαιότητα.
Συνήθως ορίζουμε το μηδέν χωρίς να μας απασχολεί η βάση που ορίζεται το μηδέν.
Λέμε παραδείγματος χάρη ότι, «κατά την διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπου, ο άνθρωπος ανακάλυψε τα εργαλεία…» ξεχνώντας ότι για να ανακαλύψει κάτι αυτό το κάτι προϋπήρχε της ανακάλυψής του.
Ξεχνώντας όμως αυτό ή προσπερνώντας το, έχουμε χάσει κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτή καθ’ εαυτή την ανακάλυψη.
Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος ανακάλυψε τα εργαλεία, και ότι τα πρώτα εργαλεία ήταν η χρήση του ξύλου και της πέτρας, μας διαφεύγει το γεγονός ότι αυτά προϋπήρχαν με τις βασικές τους ιδιότητες, που κατά την χρήση τους ο άνθρωπος άρχιζε να τις απελευθερώνει.
Κατά τον ίδιο τρόπο ταυτίζουμε την απελευθέρωση με τον προσδιορισμό.
Αν κάνουμε μια πολύ κοντινή προς την πραγματικότητα υπόθεση, η ανακάλυψη της πέτρας ως εργαλείο, ουσιαστικά προήλθε από κάποιο τυχαίο γεγονός, γιατί η πέτρα προϋπήρχε ως εργαλείο ως συνείδηση της δημιουργίας της.
Η επαφή της με τον άνθρωπο απελευθέρωσε την συνείδηση αυτή – όπου συνείδηση ερμηνεύεται ως δυνάμεις του αισθητού και της αίσθησης- και στην συνέχεια ο ανθρώπινος νους ερμήνευσε αυτή την συνείδηση ως εργαλειακές ενέργειες που τον διευκόλυναν.
Κάνοντας χρήση αυτής της υπόθεσης, η πέτρα έκρυβε δύο βασικές δυνάμεις που πάλι κατά τυχαίο τρόπο, δηλαδή όχι επιστημονικό, προκάλεσε την έκπληξη και την παρατηρητικότητα στον άνθρωπο.
Πρώτα του μάτωσε το χέρι, μετά του προκάλεσε πόνο, διαπίστωσε τότε τραυματισμό και μειώθηκαν οι ικανότητές του και στην συνέχεια αλλάζοντας θέση στην παλάμη του, η πέτρα το βοήθησε να σπάσει έναν καρπό, να προστατεύσει την σωματική του ακεραιότητα από κάποιο επιτιθέμενο ζώο, προκαλώντας του τις ίδιες επιπτώσεις που πριν λίγο είχε ο ίδιος διαπιστώσει.
Εκείνο όμως που δεν μπόρεσε να ανακαλύψει έγκαιρα, παρότι οι πολλαπλές χρήσεις της πέτρας, όπως και του ξύλου ή του χαλκού και του σιδήρου, τον διευκόλυναν και καλυτέρευαν την ζωή του, ήταν το γεγονός ότι μετά την απελευθέρωση τους από την ουδετερότητα στην χρησιμότητα και την μετατροπή τους σε εργαλεία, απελευθέρωναν και δυνάμεις που η συνείδησή τους, θα τον καθιστούσαν αιχμάλωτο της χρησιμότητας τους.
Μπορεί να περιορίζουμε την συνείδηση στα έμψυχα όντα , οι δυνάμεις όμως που απελευθερώνονται από την η ύλη εμπεριέχουν συνείδηση.
Μια βασική ατέλεια στον άνθρωπο είναι ότι κάθε φορά που ανακαλύπτει καινούργια πράγματα βρίσκεται σε τρομακτική αδυναμία να κατανοήσει έγκαιρα την υποδούλωσή του από καθετί νέο που ανακαλύπτει και αυτό δεν αποτελεί συνέπεια την διαδικασίας ανακάλυψης ούτε των υποβοηθητικών εργαλείων που χρησιμοποιεί.
Η υπεροψία του ανθρώπου έναντι της φύσης που τον περιβάλλει τον οδηγεί αμετάκλητα στην άρνηση της φύσης του, να αντιλαμβάνεται τα πράγματα, ακόμα και την ζωή του στην πραγματική τους διάσταση.
Η πραγματική διάσταση των πραγμάτων καθώς και όσων ανακαλύπτονται από τον άνθρωπο, δεν περιορίζεται σε ότι ο άνθρωπος επιλέγει αλλά από την φύση τους, αφού εντός της φύσης που συντελείτε η ύπαρξη του ανθρώπου, και τα έργα του είναι απόλυτα εξαρτημένα από την φύση που τα γέννησε. Την ίδια την φύση του ανθρώπου. Στο παράδειγμα με την πέτρα, οι διαστάσεις, αυτές που δεν φαίνονται αλλά που ενυπάρχουν και προκαλούν την απελευθέρωση τους ο άνθρωπος δεν μπορεί να τις υποβάλει σε έλεγχο. Απεναντίας οι διαστάσεις αυτές ή οι ιδιότητες για κάποιους άλλους, είναι εκείνες που υποβάλουν τον άνθρωπο σε εξάρτηση και καθοδηγούν την σκέψη και την εφαρμογή της.
Ένα πιο κοντινό παράδειγμα είναι η πυρηνική ενέργεια όπου ο άνθρωπος ακόμα δεν μπορεί να ελέγξει τις επιπτώσεις από ένα ατύχημα ή να μηδενίσει τις δυνάμεις της σχάσης του ατόμου που ο ίδιος προκάλεσε.
Πριν προβάλλεται την εναντίωσή σας σε αυτό το συμπέρασμα, θα πρέπει να εξηγηθεί πρώτα η θεϊκή υπόσταση που οι άνθρωποι προσέθεσαν πάνω στην φύση αλλά και σε ότι η φύση τους προμήθευε.
Επίσης θα πρέπει να αιτιολογηθεί αυτή η υπόσταση ως μια διάσταση πλέον όσων ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει και είχε απελευθερώσει, αλλά δεν μπόρεσε ούτε να ελέγξει τις απελευθερούμενες δυνάμεις ούτε πολύ περισσότερο να τις υποτάξει.
Η υπόσταση αυτή ξεπηδά από το αναπάντητο μέχρι και σήμερα ερώτημα της δημιουργίας της γης, των πλανητών και της ζωής.
Κατά την θεολογική ερμηνεία της ζωής και των πλανητών, ενώ η ψυχή απελευθερώνεται στο περιβάλλοντα χώρο ή «ανεβαίνει σε ανώτερα επίπεδα μετά την απελευθέρωσή της, η ύλη, το σώμα, επιστρέφει στην πρότερη κατάστασή του, στην ουδέτερη ύλη ή την μη-έμψυχη. Θα μπορούσε λοιπόν ο άνθρωπος να «συλλάβει» εκ νέου την ψυχή και να την επαναεισάγει στην ύλη ώστε να συνεχιστεί ένα ακόμα διάστημα ζωής;
Μέχρι σήμερα το μόνο που ερευνάται είναι η δυνατότητα παράτασης της παραμονής της ψυχής στο σώμα και η «επικράτηση» της ζωής έναντι του θανάτου, στο εν ζωή ζώντα οργανισμό.
Όλες οι ανακαλύψεις κινούνται πάνω σε μια υπόθεση και όλες προσπαθούν να την επιβεβαιώσουν, έτσι ώστε να αποδείξουν την ορθότητα της υπόθεσης αλλά και την ορθότητα των αιτιών που έσπρωξαν τον άνθρωπο να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα και να εφαρμόζει καινούργιες σκέψεις και καινούργια εργαλεία.
Αυτό όμως έχει οδηγήσει τον άνθρωπο σε υποδεέστερη θέση των ανακαλύψεών και των εργαλείων που δημιουργεί για να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα.
Από την ανάγνωση της ιστορίας των πρώτων απλών κοινωνιών μέχρι στις σημερινές σύνθετες , από την ανακάλυψη των εργαλείων και την εξέλιξη της χρήσης των, οι οργάνωση των ατόμων μέσα σε κάθε κοινωνία ακολουθούσε την ανάγκη παραγωγής εργαλείων και αγαθών. Δηλαδή την ανάγκη παραγωγής και διαχείρισης των συντελεστών και των αγαθών που ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες βιοπορισμού και ασφάλειας της ζωής και της αναπαραγωγής.
Στην εξέλιξή τους, τα ίδια τα μέσα που απελευθερώθηκαν από τον άνθρωπο και που του παρείχαν την ασφάλεια ζωής και αναπαραγωγής, απελευθέρωσαν δυνάμεις που ξεπερνούσαν ό,τι ο άνθρωπος όρισε. Ενώ δηλαδή κατ’ αρχάς τα πράγματα ορίστηκαν από τον άνθρωπο ως προς αυτόν στην συνέχεια της εξέλιξης ο άνθρωπος εκτοπίστηκε από τα πράγματα και εκείνα όρισαν τον άνθρωπο ως προς αυτά.
Όταν ο άνθρωπος ξεπέρασε την χρήση των εργαλείων και των αγαθών και τους έδωσε υπεραξία τότε ο άνθρωπος ορίστηκε ως προς τα πράγματα από την υπεραξία που τους έδωσε. Χάριν παραδείγματος αναφέρω το χρήμα με οποιαδήποτε μορφή.
Όταν τώρα στον ίδιο χρόνο εργασίας με τις ίδιες πρώτες ύλες η παραγωγή, η υποστηριζόμενη από νέα και πιο σύγχρονα εργαλεία, αποκάλυπτε την δυνατότητα συσσώρευσης και διεύρυνσης των δυνατοτήτων και των εργαλείων και του ανθρώπου, τα σύγχρονα εργαλεία και κυρίως η συσσώρευση όρισαν τον άνθρωπο.
Η οργάνωση των ατόμων σύμφωνα με την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών, έδωσε την θέση της σε μια άλλη οργάνωση κοινωνίας που υποστηριζόταν από την αποκαλυπτόμενη υπερδύναμη των απελευθερωμένων δυνάμεων των εργαλείων και της συσσωρευμένης παραγωγής, η οποία ( συσσώρευση) εξύψωσε τις ανάγκες του ανθρώπου πάνω από τον άνθρωπο.
Όσο διευρύνονταν αυτές οι δυνατότητες στην εξέλιξη των εργαλείων κατά κύριο λόγο και όσο αυτό προκαλούσε υπερσυσσώρευση προϊόντων, τόσο μεταβαλλόταν σε βάρος των βασικών αναγκών η θέση του ανθρώπου σε σχέση με τα εργαλεία και την παραγωγή.
Ενώ δηλαδή δεν ταξικοποιούσε τα άτομα και την εργασία τους ο καταμερισμός της παραγωγής για την κάλυψη των αναγκαίων εργαλείων και αγαθών που υπηρετούσαν τις βασικές ανάγκες, στο πέρασμα τους στο επίπεδο της απελευθέρωσης των δυνάμεων που έκρυβαν μέσα τους τα εργαλεία ( απόρροια της γνώσης επ’ αυτών) η θέση τους στην οργάνωση της κοινωνίας δεν πραγματοποιούταν με βάση την βασικές ανάγκες αλλά με την υπεραξία που δίνονταν στα υποπροϊόντα αυτών των απελευθερωμένων δυνάμεων. Δηλαδή στης συσσώρευσης και αμέσως μετά στο σφετερισμό της.
Σήμερα ας πούμε ο άνθρωπος, είναι αντιμέτωπος τόσο με την έλλειψη ενέργειας στην παραγωγή προϊόντων όσο και με την διαχείριση των σκουπιδιών. Εάν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση του, τότε θα μίκραινε ο όγκος των σκουπιδιών στα φυσιολογικά του μεγέθη και ο όγκος της ενέργειας που παράγεται σήμερα θα ήταν άχρηστος.
Ενώ στα αρχικά του βήματα ο άνθρωπος ήταν υπόδουλος των εμποδίων που έθεταν σε κίνδυνο την ζωή και την αναπαραγωγή του στην συνέχεια υποδουλώθηκε από τα ίδια τα εργαλεία και τις δυνάμεις των στην προσπάθεια να υποτάξει τα εμπόδια.
Αυτή η εξέλιξη των εργαλείων και της παραγωγής δεν άφησε το άτομο στην καθυστερημένη του διάσταση αλλά του αποκάλυψε και του απελευθέρωσε δυνάμεις που μεν προϋπήρχαν, ως ικανότητες πάνω στα εργαλεία κατ’ αρχή και αμέσως μετά πάνω στην φύση που τα γέννησε.
Μπορούμε , και με βάση την ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου, να διαπιστώσουμε για μια ακόμα φορά ότι προηγήθηκα του ανθρώπου οι δυνάμεις των εργαλείων και αυτές συνετέλεσαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση των δυνάμεων που κρατούσαν υπανάπτυκτο και φοβικό τον άνθρωπο.
Σε αυτό συνέτεινε περισσότερο και από την απελευθέρωση των κρυμμένων δυνάμεων, η δυναμική της φύσης του ανθρώπου, που όσο έλειπαν τα εργαλεία από την ζωή του δεν γίνονταν κατορθωτό, να αποκαλυφτούν οι φυσικές του δυνάμεις, όπως η δεσποτική θέση του πάνω στην φύση.
Αλλά η δεσποτική θέση του ανθρώπου πάνω στην φύση, επειδή αποκαλύφθηκε εξαιτίας της τριβή του με τα εργαλεία και την απελευθέρωση των δυνάμενων που αυτά έκρυβαν, υποδούλωσε τον άνθρωπο σε αυτές τις δυνάμεις γιατί ο σκοπός της απελευθέρωση των εργαλειακών δυνάμεων δεν περιορίστηκε στην ιδιότητα τους ως μέσα αλλά έγιναν σκοπός που πλησίαζαν τον σκοπό για τον οποίο είχαν απελευθερωθεί. Δηλαδή παρήγαγαν ολοένα και περισσότερες δυνάμεις άχρηστες μεν για τον σκοπό που υπήρχαν αλλά πολύ χρήσιμες, καθώς μας διδάσκει η ιστορία, για να αποκτήσει ο άνθρωπος την ψευδαίσθηση ότι τα κατέχει και ασκεί πάνω τους δεσποτικό ρόλο. Αυτό είχε σαν συνέπεια την υποδούλωση του και στα εργαλεία και στις δυνάμεις που απελευθέρωσε και στον σκοπό αυτών των δυνάμεων, μιας και ο σκοπός τους περιγραφόταν όχι σαν μέσο επιβίωσης και εξέλιξης αλλά σαν σκοπός αποκοινωνικοποίηση του ανθρώπου από την φύση του.
Παράδειγμα, η ανακάλυψη της πυρηνικής ενέργειας τσίγκλησε την αλαζονεία του ανθρώπου ώστε πρώτα την χρησιμοποίησε ως όπλων εναντίον της φύσης που τον γέννησε και ταυτόχρονα πάνω στον ίδιο τον εαυτό του και κατόπιν ως ωφέλιμη για τον άνθρωπο.
Συνειδητοποίησε ο άνθρωπος ότι οι δυνάμεις των εργαλείων πλέον, ναι μεν υπηρετούσαν ως μέσα την επιβίωση του σε ολοένα και πιο ασφαλή επίπεδα αλλά, ο σκοπός τους υπερέβαινε του σκοπού για τον οποίο είχαν εφευρεθεί. Του παρείχαν δυνάμεις που αύξαναν την θέση ισχύος τους πάνω στην φύση, στις ανάγκες, στα ζώα, στην ίδια της ζωή του μέχρι και πάνω στους άλλους ανταγωνιστές του που τώρα εμφανίζονταν εξαιτίας της ιδιοκτησίας και χρήσης των ίδιων εργαλείων.
Στην τελική τα εργαλεία από την στιγμή που τους απελευθερώθηκαν οι δυνάμεις τους, έδειξαν στον άνθρωπο ότι και ο ίδιος πλέον ως απελευθερωτής είχε απεριόριστες δυνάμεις που ήταν καταχωνιασμένες επειδή μέχρι τότε κυριαρχούσαν άλλα στοιχεία πάνω του, όπως ο φόβος, η αδυναμία του, οι συνθήκες διαβίωσης κλπ.
Ταυτόχρονα όμως ενώ απελευθέρωναν στον άνθρωπο την πεποίθηση του ελέγχου του φόβου, της αδυναμίας, της δύναμης και της ελευθερίας, μετατόπιζαν τον σκοπό από μέσο σε σκοπό δύναμης.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε πολύ πιο κατανοητά από τον Αριστοτέλη, όταν, αφού μελέτησε τις σχέσεις ανθρώπων- κοινωνίας – παραγωγής – ανταλλαγών – εμπορίου και χρήματος, κατέληξε ότι, τα πράγματα έχουν διττή χρήση την φυσική του και την μη φυσική. Η μη φυσική χρήση δεν αποσκοπεί στην αξία χρήσης τους αλλά στο χρήμα και αυτό από μέσο μετατρέπεται σε σκοπό που προσπαθεί να φτάσει τον τελικό του σκοπό που είναι ο συνεχής πλουτισμός.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από τα Πολιτικά , βιβλίο1, κεφ.9: «Εκάστου γαρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν, η μεν οικεία η δ’ ούκ οικεία του πράγματος, οίον υποδήματος η δε υπόθεσις και η μεταβλητική αμφότεραι γαρ υποδήματος χρήσεις, και γαρ ο αλλαττόμενος τω δεομένω υποδήματος αντι νομίσματος ή τροφής χρήται τω υποδήματι ή υπόδημα, αλλ’ ου την οικείαν ου γαρ αλλαγής ένεκεν γέγονε»
« Γιατί διπλή είναι η χρήση κάθε πράγματος. Η μια χαρακτηρίζει το πράγμα σαν τέτοιο, η άλλη όχι, όπως ένα σανδάλι από την μια χρησιμεύει για την υπόδεση και από την άλλη για την ανταλλαγή. Και τα δύο είναι αξία χρήσης του σανδαλιού, γιατί αυτός που ανταλλάσσει το σανδάλι μ’ αυτόν που χρειάζεται σανδάλι και παίρνει σε αντάλλαγμα νόμισμα ή τροφή χρησιμοποιεί το σανδάλι σαν σανδάλι, όχι όμως με τον φυσικό τρόπο χρήσης του, γιατί το σανδάλι δεν φτιάχτηκε για ανταλλαγή».
Τι αποκαλύπτεται εδώ; Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ανάγκη εξεύρεσης τροφής εκποιεί τα περιουσιακά τους στοιχεία όχι για χρήση που αυτά δημιουργήθηκαν αλλά ως μέσο ανταλλαγής πέρα από την χρήση τους. Ταυτόχρονα και οι δύο υποτάσσονται κατά διαφορετικό τρόπο στην ίδια δύναμη των πραγμάτων όταν αυτά απολέσουν την φυσική τους διάσταση και αποκτήσουν μια τεχνητή που ο άνθρωπος κατασκεύασε γι’ αυτά. Ο μεν πρώτος υποτάσσεται στην ανέχεια, απότοκου της απώλειας των πραγμάτων ο δε δεύτερος στην υπεροχή τους, ως απόκτημα πέραν της φυσικής τους χρήσης, έναντι των αναγκών του άλλου.
Οφείλουμε εδώ να παρατηρήσουμε ότι ενώ ο δεύτερος «υπερηφανεύεται» για την υπεροχή του απέναντι στον πρώτο τώρα, στην πραγματικότητα ο ίδιος έχει αποκτήσει υπόσταση υπεροχής διαμέσου των πραγμάτων, που η ενδεχόμενη απώλεια θα το καταστήσει στην μοίρα του πρώτου, η δεν αύξηση της κατοχή περισσοτέρων θα τον διατηρήσει σε κατάσταση υπεροχής. Ξεχνώντας πάντοτε όμως ότι πλέον αποτελεί ο ίδιος υποκατάστατο των πραγμάτων, μιας και η διαφορά του από τους άλλου έγκειται στο γεγονός ότι η αφύσικη ιδιότητα των πραγμάτων είναι εκείνη που τον αναγορεύει σε ανώτερο. Επομένως έχει χαθεί ο σκοπός της φυσικής υπόστασης των πραγμάτων και πλέον σκοπός των πραγμάτων είναι ο σκοπός ( η δύναμης ) που υποτάσσει τον άνθρωπο στην προσπάθειά τους να φτάσουν τον άνθρωπο και διαμέσου της δύναμης αυτής ο άνθρωπος υποτάσσει τα πράγματα και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής θα τον δούμε μέσα από αυτήν την διάσταση, όπου η δια των δυνάμεων που ασκούν τα πράγματα πάνω στον καθορισμό της προσωπικότητας και στην οριοθέτηση της ανωτερότητα, δηλαδή της υπεροχής, υποδουλώνοντας πρώτα το άτομο στις δυνάμεις των στην συνέχεια αποκαλύπτοντας το μέγεθός των στο άτομο επέβαλαν μια αντίστοιχη συμπεριφορά. Όσο συσσωρευόταν μεγαλύτερος όγκος πραγμάτων σε λιγότερα χέρια τόσο μεγάλωνε η αξία του χρήματος, έχανε παράλληλα αξία η ανταλλαγή χρήσης και τόσο η υπεροχή μετατρεπόταν σε δύναμη που ξεπερνούσε και την κοινωνία, που η κορύφωσή της ήταν η εξουσία πάνω στα πράγματα και πάνω στον άνθρωπο.
Αυτή η ανάγκη συνεχούς εξάρτησης από τις δυνάμεις και της οικειοποίησης των πραγμάτων ισοδυναμεί με την συνεχή αναζήτηση μεγαλύτερης συσσώρευσης , χωρίς τα μέσα να παίζουν κάποιο σπουδαιότερο ρόλο απ’ αυτόν για τον οποίο χρησιμοποιούνται, αρκεί να υπακούουν τον στόχο που ξεπερνά την φυσική του διάσταση, δηλαδή να υπηρετούν ανάγκες που ξεπερνούν τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, της κοινωνίας και του Κράτους. Ως αντίστοιχο μέσο, δηλαδή ως εργαλείο, χρησιμοποιείται και ο άνθρωπος, υπό την οποιαδήποτε κατάσταση έκπτωσης σε εργαλείο, είτε μιλώντας για το δουλοκτητικό σύστημα, είτε για την εξαρτημένη μισθωτή εργασία.
Εάν στο δουλοκτητικό σύστημα ο άνθρωπος – δούλος ήταν απλώς μια ομιλούσα έμψυχη μηχανή, στην εξαρτημένη μισθωτή εργασία είναι επί μισθό έμψυχη μηχανή που βιώνει την ελευθερία της δουλείας του κατ’ επιλογή του και εξαναγκαζόμενος.
Δηλαδή η έκπτωση του σε εργαλείο πραγματοποιείτε οικειοθελώς μέσα σε ένα καταναγκαστικό σύστημα δουλείας των αναγκών και στην υπόθεση ότι η κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης του δεν τελεί σε καθεστώς ανελευθερίας, παρότι υφίσταται το ίδιο σύστημα, και του παρέχεται η δυνατότητα της επιλογής, τότε δεν επιφέρει έκπτωση ή τουλάχιστον δεν φαίνεται. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της εξαρτημένης μισθωτής δουλείας ( εργασίας) και της ελεύθερης εργασίας ( ελεύθερο επάγγελμα).
Από όλα όσα μέχρι σήμερα ισχυρίζονται ως διαφορετικό από το δουλοκτητικό σύστημα η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι παρέχεται η επιλογή ανάμεσα στην έκπτωση και στην, εν ελευθερία εργασία. Το σύγχρονο της παραδοσιακής δουλείας είναι ότι η έκπτωση τιμολογείτε σε χρήμα και είδος αλλά είναι χειρότερη της «μητέρας» της.
Είπαμε παραπάνω για την διττή φύση των πραγμάτων. Μπορούμε ίσως τώρα να κατανοήσουμε και την παρούσα πραγματικότητα όπου το κράτος καταχρηστικά οικειοποιείται στο κάθε πράγμα την δεύτερη του υπόσταση, όπως η ιδιοκατοίκηση, ισχυριζόμενο πως η κατοικία που έχει μονοδιάστατη φυσική χρήση, ως ανάγκη δεν ανήκει στον άνθρωπο λιγότερο από εμπόρευμα και δεν υφίσταται η ανάγκη ως μονοδιάστατη κατάσταση που ωφελεί τον χρήστη ιδιοκτήτη της, ταυτίζοντας την χρήση της με την ουσία, και την αντιλαμβάνεται ως εμπόρευμα που ξεπερνά την ουσία, δηλαδή την ανάγκη, στερώντας από το κράτος έσοδα φόρου και για τον λόγο αυτό υπολογίζει ένα τεκμαρτό εισόδημα, που ισοδυναμεί με ένα ετήσιο ενοίκιο που δεν πληρώνει ο ιδιοκτήτης της κατοικίας, αλλά το «επωφελείται», κατά το κράτος, σε βάρος και αυτών που πληρώνουν ενοίκιο και σε βάρος του κράτους, που ως διττό μέσο κατά το άλλο σκέλος αποκρύπτει φόρους. Αυτή η υπερβατική ερμηνεία της χρήσης του μέσου και η ταύτισή του με την ανάγκη, εξωθεί το μέσο σε μεγαλύτερη διάσταση από αυτήν που έχει, υποδουλώνοντας όχι το μέσο στον άνθρωπο αλλά τον άνθρωπο στις ανάγκες του, εξυψώνοντας τες σε εμπόρευμα. Η εναντίωση στην εμπορευματοποίηση των αναγκών θα οδηγούσε στην από-κοινωνικοποίηση του ατόμου από την κοινωνία των εμπορευμάτων και θα τον οδηγούσε στην κοινωνικοποίηση του ανθρώπου μέσω της κοινωνικοποίησης των αναγκών. Αυτή η εναντίωση μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά ρήξης με το κράτος και ρήξη με το πολιτικό κατασκεύασμα που επιτρέπει στο κράτος την εμπορευματοποίηση των αναγκών.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα έπρεπε να στρατεύονταν τα συνδικάτα αλλά και προς αυτήν την κατεύθυνση θα έπρεπε να εκπαιδεύονταν με γνώσεις τα άτομα και οι κοινωνίες. Και αυτό αποτελεί την αιτιολογημένη, ως ύπαρξη, δημιουργία οργανώσεων Λαϊκού κινήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου