….. δηλαδή στην Ελλάδα, από την πρωταρχική σύστασή της ως οργανωμένη οικονομία, εκείνο που πάνω στο οποίο πάτησε, ήταν η μίμηση στην εξελιγμένη ( τελικής) μορφή καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όταν η χώρα κυριαρχούνταν από έντονες προκαπιταλιστικές – φεουδαλικές δομές.
Η αναγνώριση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Δύση έγινε μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους, με όρους αποικιακού φεουδαλικού καπιταλισμού χωρίς να αποτελεί de jure αλλά de facto αποικία, με πολλές εξαιρέσεις λόγο της Ευρωπαϊκής της καταγωγής και θέση, αλλά και λόγω του χαρακτήρος της πάντα σε σύγκριση με την Ανατολή και κοντινότερα με την Μέση Ανατολή.
Γιατί φεουδαλικός; Επειδή η εισαγωγή των ξένων κεφαλαίων δεν έγινε με όρους επένδυσης σε ένα δοσμένο μοντέλο ανάπτυξης που το πολιτικό σύστημα είχε αποφασίσει, αλλά ως άσκηση δικαιώματος κατοχής επί της χώρας, συνέπεια των όρων αναγνώρισης της ως οντότητα.
Επομένως ο αποικιοκρατικός φεουδαλικός καπιταλισμός οδήγησε την χώρα στην υποταγή της , και από άποψη συσσώρευσης και από άποψη συγκρότησης, και στην εξέλιξή του σε ένα τύπου εμποροκρατικού αποικιοκρατισμού με ψήγματα βιομηχανικού κεφαλαίου σε ρόλο κομπάρσου, ώστε να μοιάζει ως προς τα τυπικά χαρακτηριστικά, σε μια τάχατε αναπτυγμένη χώρα, όπου όμως κυριαρχούσαν τα μονοπωλιακά φεουδαλικά στοιχεία της υποταγής που είχε η αποικιοκρατία στην οικονομία και στην διαμόρφωση δομών κοινωνικής συγκρότησης.
Αυτό αποτέλεσε, και σαν αιτία αλλά και σαν αποτέλεσμα της ανάγκης αναγνώρισης της κρατικής της οντότητας, το αποφασιστικό βήμα στην οριοθέτηση της, και ως προς την παγκόσμια κατανομή κεφαλαίων, ως αποφασιστικής επιρροής υπανάπτυκτη χώρα στην κοντινή περιφέρεια του κέντρου των καπιταλιστικά αναπτυγμένων οικονομιών σε σύγκριση με τις χώρες δορυφόρους ή κλασικές αποικίες.
Η περίπτωση της Ελλάδας δεν μπορεί να την δει κανείς με όρους κλασικής αποικιοκρατίας, ούτε με όρους καπιταλιστικής υπανάπτυξης των χωρών της Λ. Αμερικής.
Η Ελλάδα ιστορικά δεν ήταν ούτε Ινδία, ούτε Αργεντινή και δεν εξελίχθηκε κατά τον ίδιο τρόπο. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να δούμε την ιστορική προοδευτικότητα του καπιταλισμού στην Ελλάδα, όπως την αντιλαμβάνεται η Μαρξιστική θεωρία, γιατί προφανώς πρέπει να λάβουμε υπόψη πως δεν αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως χώρα υπό κατοχή που απελευθερώθηκε, αλλά ως χώρα-κράτος που δημιουργήθηκε.
Η όποια εξέλιξη ως παράδειγμα ανάπτυξης, που λόγω φανατικού πατριωτισμού προσδιορίσαμε την χώρα και την οικονομία της ως αναπτυγμένη και ανεξάρτητη, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της προσάρτησης της, που αποτελεί την εξευμενισμένη επεξήγηση της υποταγής.
Την πιο αποσαφηνισμένη επεξήγηση της θέσης της Ελλάδα, την έδωσε στο κοινοβούλιο ο αείμνηστος Καραμανλής στον τότε Αρχηγό της Αξιωματικής αντιπολίτευσης, Α. Παπανδρέου, λέγοντας πως «….όπως κάποιοι ανήκουν στο ένα ή στον άλλο σχηματισμό έτσι και εμεί ανήκουμε στην Δύση». Η έννοια του «ανήκουμε» είναι ισότιμη και ισοδύναμη της έννοιας υποταγής και δουλείας.
Υπό τους όρους αυτούς πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστική επέμβαση στην συγκρότηση του κράτους, της κοινωνίας και των δομών οικονομικής εξάρτησης.
Επομένως και η εξάρτηση της Ελλάδας δεν μπορεί να ερμηνευτεί από τις υπάρχουσες θεωρίες εξάρτησης, αφού τα δυναμικά τους παραδείγματα μελέτησαν την περίπτωση της υπανάπτυξης της Λ. Αμερικής.
Σ’ αυτήν την καπιταλιστική υποταγή ανάπτυξης, που πραγματοποιήθηκε με πολιτικούς – πολιτιστικούς όρους, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό, το πολιτικό σύστημα ήταν και είναι εξίσου ισοδύναμο της οικονομικής της εξάρτηση ( δουλείας).
Ας κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα, παίρνοντας τον ανάποδο δρόμο.
Ποιο είναι το επιχείρημα σήμερα για να δικαιολογήσουν τη οικονομική κρίση ; να προσδιορίσουν την κρίση ως αδυναμία διεύθυνσης ή διευθυντικής ικανότητας κυρίως του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα, για τον οποίον σχίζουν τα ιμάτια τους στις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, ισχυριζόμενοι ότι σ’ αυτό συντέλεσε αποφασιστικά το κράτος το οποίο διατήρησε για τον εαυτό του το δικαίωμα διεύθυνσης της οικονομίας και της παραγωγής κεφαλαίων ( συσσώρευση) χωρίς να έχει την ικανότητα να παράξει ένα ανταγωνιστικό αποτέλεσμα που να συγκρίνεται στο διεθνές καταμερισμό και ως εκ τούτο να χειροτερεύουν οι δείκτες οικονομικής σταθερότητας, παραγωγής πλεονάσματος και συσσώρευσης, αφού οι παραγωγικές επιχειρήσεις υπό το δημόσιο έλεγχο ή ιδιοκτησία, παρουσιάζουν εκτεταμένα ελλείμματα και διαφθορά.
Επομένως κυρίως το κράτος αλλά, και κατά συνέπεια αυτού, και η ντόπια επιχειρηματικότητα ήταν αδύναμοι να διαχειριστούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις ευκαιρίες που του δόθηκαν εξ αιτίας της βοήθειας στην οποία προσέτρεξαν οι ξένοι επενδυτές, καθώς και τα κεφάλαια που δόθηκαν από χρηματοδοτήσεις για την ντόπια ανάπτυξη, άρα είναι αναγκαίο όπως λέει και o Nove, ένας ξένος που χρησιμοποιεί τα κεφάλαια της χώρας αυτής η οποία φάνηκε αδύναμη σε επιχειρηματική και διευθυντική ικανότητα, να πετύχει περισσότερα και πραγματικά αποτελέσματα για το οποία οι ντόπιοι αποτυγχάνουν.
Βλέπουμε δηλαδή την διαμάχη που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στα δύο κυβερνητικά μπλοκ για τις αποκρατικοποιήσεις και το αν πρέπει να εκχωρηθεί η διεύθυνση των επιχειρήσεων ή όχι σε ξένους, όπου το δημόσιο θα πρέπει να έχει μια μικρή συμμετοχή, ώστε να προετοιμάζει τις μάζες στην αποδοχή και υποταγή τους στις αποφάσεις και στην διαμόρφωση τιμών των νέων επιχειρηματικών μορφωμάτων.
Από την επιχειρηματολογία των δυο μπλοκ εξουσία βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ( έτσι νομίζουν ή κατ’ αυτόν τον τρόπο διασκεδάσουν την διαφθορά τους) η αδυναμία του κράτους σε συνδυασμό με την επέκτασή του ( πολύ κράτος) να διαχειριστεί αποτελεσματικά την άσκηση ορθολογικής διεύθυνσης των δημοσίων επιχειρήσεων και των δημοσίων επενδύσεων, δεν βοήθησε την ιδιωτική επιχειρηματικότητα να αναπτυχθεί και να παράγει συγκριτικά πλεονάσματα στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού, και ως εκ τούτου, οι συνέπειες ήταν να εμποδιστεί η ανάπτυξη εξ ιδίων και όχι από την ληστρική εκμετάλλευση του εισαγόμενου ιμπεριαλισμού εξάρτησης (υποταγής).
Η, κατά την περίοδο Καραμανλή, οικονομική πολιτική των εκχωρήσεων των δημόσιων επενδύσεων σε ξένους ιδιώτες ή σε κοινοπραξίες ξένων και ντόπιων κατασκευαστικών επιχειρήσεων, πραγματοποιήθηκαν στην βάση της παραπάνω λογικής ερμηνείας των αιτιών καθυστέρησης, μιας και πίστευαν , και εξακολουθούν να πιστεύουν έστω με μια μικρή – επί τεχνικών θεμάτων- διαφοροποίηση, ότι η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επενδύσεων θα ωθούσε την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας καθώς η εισαγόμενη τεχνογνωσία κυρίως στο τομέα διεύθυνσης θα έδινε πλεονεκτήματα τέτοια που δεν μπορούσε, και δεν μπορεί, το κράτος ούτε να παράγει αλλά ούτε και να διαχειριστεί, εξ αιτίας της εκτεταμένης γραφειοκρατίας, φοροδιαφυγής και διαφθοράς.
Θα πρέπει όμως να αποσαφηνίσουμε ότι το τρίπτυχο : γραφειοκρατία – διαφθορά και φοροδιαφυγή, αποτέλεσαν τα εργαλεία εγκαθίδρυσης και διαιώνισης του καπιταλιστικού πρότυπου του δουλοκτητικού φεουδαλικού καπιταλισμού, σε μια δηλαδή and hoc περίπτωση εξωκαπιταλιστικής εμπόδισης της ανάπτυξης.
Επιμένω στον όρο δουλοκτητικός φεουδαλικός καπιταλισμός, γιατί η αναγνώριση του Νέο-Ελληνικού Κράτους πραγματοποιήθηκε υπό την προϋπόθεση της διαιώνισης του προηγούμενου καθεστώτος δουλείας, όπου τώρα την θέση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατέχει ο Δυτικοευρωπαϊκός επεκτατικός καπιταλισμός ο οποίος από την μια διεκδικεί φθηνές πρώτες ύλες και από την άλλη μέσω δανεισμών στην δημιουργία μια κατά το δυνατό εύρωστης εξωτερικής αγοράς που θα διευκόλυνε την εξαγωγή πλεονασμάτων είτε με την μορφή έτοιμων προϊόντων είτε με την μορφή επενδύσεων σε επιλεγμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Προς τούτο χρειάστηκε ένας τύπος ανεξάρτητου πολιτικούς συστήματος επί κηδεμονία.
Η πολιτική ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους διακόπηκε ξαφνικά με την δολοφονία του Καποδίστρια. Έκτοτε ξεκίνησε του δουλοκτητικό καθεστώς της πολιτικής εξουσίας και ως μέσο υποταγής, η διαφθορά του πολιτικού προσωπικού που είχε σαν αποτέλεσμα την δουλεία σε ολόκληρη την επικράτεια με κύρια χαρακτηριστικά την διαφθορά όλων των παραγόντων που συνέβαλαν στην εγκαθίδρυση του φεουδαλικού δουλοκτητικού καπιταλισμού.
Με άλλα λόγια, η διαφθορά του συστήματος δεν είναι αποτέλεσμα της ιδιοσυγκρασίας των Ελλήνων, αλλά εισήχθη ως εργαλείο προσεταιρισμού των κυρίαρχων συντελεστών στο καθεστώς ληστρικής δουλείας που υπέβαλλε την Ελλάδα η αναπτυγμένη Δύση, καθώς και η προσπάθεια να διασκεδαστεί το νέο δουλοκτητικό καθεστώς από την προτέρα του κατάσταση, ώστε συγκρινόμενο με την Οθωμανική δουλεία να μην μοιάζει σε αυτή.
Η κατάσταση αυτή που περιέβαλλε την χώρα διαμόρφωσε και το αντίστοιχο περιβάλλον πολιτισμού της φαυλότητας μέσα στην οποία γεννήθηκε η Ελληνική επιχειρηματικότητα και η συγκρότηση του Κράτους ως αναπτυγμένη οικονομία.
Αντίστοιχα το ίδιο περιβάλλον διαμόρφωσε και την μέση συνείδηση της κοινωνία των πόλεων που λειτούργησε ανταγωνιστικά στο εσωτερικό της ενδοχώρας, εκτοπίζοντάς την σε μια διαρκή καθυστέρηση. Κάτι που επαναλήφθηκε αργότερα, κατά το μέσον της πρόσφατης τελευταίας τριαντακονταετίας, όπου η διαφθορά πήρε την μορφή της δωροδοκία κυρίως των εργαζομένων στο Δημόσιο και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, μόνο που εδώ δεν έφτασε η καταλήστευση του πλεονάσματος και το κράτος επιδόθηκε σε ένα γιγάντιο δανεισμό.
Το ίδιο συνέβη και στις πολυεθνικές επιχειρήσεις αλλά και σε όσες μπήκαν υπό δημόσιο έλεγχο βιομηχανικές ( Νόμος Αρσένη), στις οποίες λόγω του όγκου τους και των αριθμό των απασχολουμένων, αλλά και της πολιτικής εκτόπισης και υπερχρέωσης των ντόπιων βιομηχανικών ανταγωνιστικών μονάδων προς τις πολυεθνικές, βοηθήθηκε η σύσταση ισχυρών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που με την σειρά τους ακολούθησαν την επίσημη πολιτική παροχών του κράτους προς το Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, υπερχρεώνοντας τις αδύναμες ανταγωνίστριές τους.
Έτσι ανάμεσα το κέντρο και την περιφέρεια μεγάλωσε το χάσμα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένα προνομιακός χώρος απορρόφησης των πλεονασμάτων καθώς και των εισαγόμενων προϊόντων από τις αναπτυγμένες οικονομίες, στις οποίες κατευθύνθηκαν τα πλεονάσματα, αντί να προωθηθούν στην ανάπτυξη της οικονομίας και της χώρας.
Με τα παραπάνω, προτείνω δηλαδή να ξαναδούν οι θεωρητικοί της κοινωνιολογίας της οικονομίας την Ελλάδα ως ιδιαίτερο παράδειγμα Ευρωπαϊκής υπόστασης, το οποίο κυριαρχείται από στοιχεία δουλοκτητικού φεουδαλισμού καπιταλιστικής συσσώρευσης χωρίς ανάπτυξη. Γιατί άλλο πράγμα είναι η υπανάπτυξη και η καθυστέρηση της οικονομίας εξαιτίας της υπανάπτυξης της, που μπορεί να ισχυριστεί κανείς ( υπάρχουν και οι αντίστοιχες θεωρίες) ότι αποτελεί μια αναγκαία διαδικασία περάσματος στην καπιταλιστική ανάπτυξη και άλλο πράγμα είναι η συσσώρευση πλεονάσματος χωρίς ανάπτυξη. Το τελευταίο έχει να κάνει με ληστρική κλεπτοκρατική κατάσταση του παραγόμενου πλεονάσματος, αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας, κατά την οποία η ντόπια επιχειρηματικότητα ανθεί μόνο όσο βρίσκεται σε κατάσταση κυρίαρχης ( μονοπωλιακής) λειτουργίας ο ξένος επενδυτής. Στο διάστημα αυτό, μέρους του παραγόμενου πλεονάσματος δεν διοχετεύεται στην ανάπτυξη αλλά προωθείται στην δημιουργία μιας ειδικής μέσης καταναλωτικής τάξης, η οποία επιδίδεται στην αγορά πολυτελών αγαθών προς ανάδειξη της «ευρωστίας» όλων των συντελεστών και άρα την αποτίναξη των κόμπλεξ κατωτερότητας προς τους ομότυπους τους, των αναπτυγμένων οικονομιών.
Ένα άλλο μέρος του παραγόμενου πλεονάσματος διοχετεύεται ως πληρωμή «λύτρων» προς την υπερδύναμη που έχει αναλάβει την διατήρηση του καθεστωτικού τύπου ανάπτυξης παρέχοντας δια του τύπου αυτού προστασία στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο με την μορφή του εξαναγκασμού σερ αγορές δαπανηρών πολεμικών εξοπλισμών και ένα τρίτο εκ του πλεονάσματος κατευθύνεται στην παραγωγή «επενδύσεων» μέσω την διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού αλλά και της ντόπιας οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας.
Όλα τα παραπάνω μπορεί σήμερα να φαίνεται ότι ανατρέπονται, στην ουσία όμως αυτό που γίνεται είναι η αναπροσαρμογή των όρων παροχής καθεστώτος εξωκαπιταλιστικής ασφάλειας και βίαιη ανακοπή των «χαλαρών» μέτρων και προϋποθέσεων καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Διότι με το πέρασμα των χρόνων η δουλική καπιταλιστική διεισδυτικότητα εμπόδισε την ανάπτυξη προβάλλοντας με μια μονομέρια την μεγέθυνση της οικονομίας, και ταυτόχρονα παραχώρησε χρόνο μιας ιδιότυπης αυτόνομης προσαρμογής της χώρας και της δυνατότητας αυτοδύναμης ανάπτυξης που κατέληξε εξαιτίας των δομών που άφησε πίσω του ο φεουδαλικός δουλοκτητικός καπιταλισμός, σε μια κατάσταση ενδο-αλληλοεξόντωση. Αποτέλεσμα φτωχή ανάπτυξη αγροτικής οινομίας, μεσαίου και μικρού μεγέθους μεταποιητική βιομηχανία, τεράστιο όγκο μικρομάγαζων και βιοετεχιών και αύξηση του εξωτερικού χρέους, καταστροφή των δομών παραγωγής κεφαλαίων, πολυ δε περισσότερο αδυναμία δημιουργίας πλεονάσματος.
Άλλωστε η ένταξη της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της ΕΟΚ και αργότερα στην μετεξέλιξή του σε προνομιακή εξουσιαστική δύναμη κοινού νομίσματος και οικονομικής στρατηγικής (ΟΝΕ) έγινε με του ίδιους όρους δουλοκτητικού φεουδαλικού καπιταλισμού, που απαιτούσε την προοδευτική καταστροφή όλων των δομών ανταγωνιστικού ντόπιου καπιταλισμού και καταστροφή της δυνατότητας παραγωγής πλεονάσματος από την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή κεφαλαίων.
Σήμερα τόσο το ΔΝΤ, όσο και η ευρωπαϊκή τρόικα ( ΕΚΤ, Γερμανία, Γαλλία) επανακαθορίζουν τους όρους και το μέγεθος υποταγής της Ελληνικής οικονομίας στον νέο σχεδιασμό, που περιλαμβάνει όλες τις νέες χώρες που διεύρυναν το μέγεθος της Ε.Ε. με προαλειφόμενο σε δεσποτικό ρόλο ενδιάμεσου την Ισπανία, ή και την Ιταλία, της οποίας επιφυλάσσουν ειδική μεταχείριση λόγω κοινών αλλά και ιδιαίτερων συνεισφορών στην ιστορικότητας της εξέλιξης της Δυτικής Ευρώπης και Λ. Αμερικής, αφήνοντας ίσως την Ιταλία εκτός σχεδιασμών μετά την ενεργή συμμετοχή της στον πόλεμο κατά της Λιβύης, ή το αντίθετο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου