Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Μια προβληματική σε σχέση με τις ΔΕΚΟ και το συνδικαλιστικό κίνημα

Παρατηρώ συνεχώς, και εδώ υπάρχει μια τριβή που την έχω ξανασυζητήσει μαζί με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, ότι τα επιχειρήματα και οι αγώνες περιορίζονται σε ό,τι το Κράτος-Κυβέρνηση επιτρέπει ως οιονεί δουλεία στους εργαζόμενους.
Αυτή η οιονεί δουλεία ( ελευθερία υπο όρους),  γεννά και μια αντίστοιχη πραγματικότητα δικαιωμάτων ως ντεφάκτο  ιδιοκτησία επί των εργασιακών σχέσεων που δομούνται υπό την σκέπη της «ελευθερίας» που επιτρέπεται όταν δεν περιορίζεται, όπως π.χ. κηρύσσοντας μια απεργία παράνομη και καταχρηστική ή περιορίζοντας το εύρος των συλλογικών συμβάσεων εργασία, ή όπως σήμερα καταργούνται με αναγκαστικό νόμο παρέχοντας ταυτόχρονα «ίσα» δικαιώματα  επί των «ανίσχυρων»  εργοδοτικών οργανώσεων, πχ να καταγγέλλουν την σ.σ.ε.

1. Σ’ όλη την μακρά περίοδο δράσης των οργανωμένων εργατικών ενώσεων, ουδέποτε το Κράτος αναγνώρισε την υπόσταση των ενώσεων των εργαζομένων ως αυθεντικούς και κατά κυριολεξία εκπροσώπους  των εργαζομένων ως κοινωνική οντότητα που κατέχει το ίδιο προνόμιο με τις άλλες κοινωνικές υποδιαιρέσεις – τάξεις  και επομένως, ανεξάρτητα της εξέλιξης των σχέσεων, ομότιμους κοινωνικούς  διαμεσολαβητές.
2. Το τι και το πώς ορίζεται το κοινωνικό ή κοινό αγαθό, το κράτος μπορεί να το διαπραγματεύεται με τις λεγόμενες «παραγωγικές» τάξεις, αλλά μόνο στο επίπεδο της ΓΣΕΕ ως θεσμικό «εταίρο», το κράτος αποδέχεται να συμπεριλαμβάνεται  στους «καθ ύλη» αρμόδιους που συγκροτούν τις παραγωγικές τάξεις, οι εργαζόμενοι. Αλλά χωρίς νομοτελειακή υποχρέωση εκ μέρους του κράτους όπως ισχύει με τα επιμελητήρια.
Από το πέρασμα της «κοινωνικής εργασίας» στην «εταιρική εργασία» που τις διαχωρίζει το καθεστώς της ιδιοκτησίας, οι εργαζόμενοι που δεν κατέχουν ιδιοκτησία, και επομένως δεν εντάσσονται στην εν ελευθερία σχόλη,  δεν τους αναγνωρίζεται το πρόσημο της παραγωγικής τάξης και επομένως τους αφαιρείται το δικαίωμα να έχουν άποψη ή να μετέχουν στην διαμόρφωση του τι και πως  και πότε παράγεται το κοινό αγαθό.

Πάμε τώρα στις ΔΕΚΟ.
Το πώς και με ποια κριτήρια αλλά και υπό ποιες προϋποθέσεις αλλά και εύρος ορίζονται οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, αλλά και το αν είναι όντως επιχειρήσεις, καθορίζεται όχι μόνο από το κράτος που ενσαρκώνεται μέσα από το κόμμα- κυβέρνηση, αλλά προκύπτει από το εύρος του «εταιρικού κράτους» και της δυναμικής που αναπτύσσεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας  ανάμεσα στο Κράτος και το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Κατά την περίοδο της δημιουργίας του εξωτερικού χρέους, περίοδο χαρισματικής πολιτικής φόρων και εκχωρήσεων του κράτος προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και τους εργαζόμενους,  η ανάγκη γιγάντωσης του κράτους αποτελούσε την ιδανική ασπίδα προστασίας των ιδιωτικών επενδύσεων και της αφαίμαξης της μεγέθυνσης του Κράτους από τα ιδιωτικά κεφάλαια.
Σου θυμίζω ότι η δημιουργία των ΑΣΚΕ ήταν αποτέλεσμα άσκησης πίεσης προς της νεοσύστατη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξ αιτίας της μεγέθυνση και της δυναμικής των συνδικάτων στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Όμως παρ’ ότι οι ΑΣΚΕ παρείχαν το δικαίωμα στους εργαζόμενου να περιγράψουν και να ορίσουν το παραγόμενο προϊόν σε κοινωνικό ή εταιρικό, ο πολιτικός και ιδεολογικός αναλφαβητισμός και η  ημιμάθεια της τότε συνδικαλιστικής ηγεσίας αλλά και ο έντονο ρεφορμισμός των συνδικάτων  επέτρεψε από την μια την αποδόμηση των ταξικών συνειδήσεων μέσα από την εκφυλισμό των αντιστάσεων  και από την άλλη το εργατικό- πολιτικό προσωπικό παραιτήθηκε του δικαιώματος του να περιγράψει, να προσδιορίσει το προϊόν, να ορίσει τις σχέσεις του με το κράτος και να εμπεδώσουν σχέσεις θεσμικού συνδιαμορφωτή της διεύθυνσης του κράτους

Αντί λοιπόν να εξελιχθούν οι επιχειρήσεις αυτές σε παραγωγικές μονάδες κοινωνικών προϊόντων, άρα από Κοινής Ωφέλειας σε κοινωνικής ιδιοκτησίας, παρέμειναν υπό το καθεστώς της εταιρικής σχέσης , όπου η ιδιοκτησία παρέμεινε ποιο ισχυρή από το παραγόμενο προϊόν, δίνοντας την δυνατότητα στο κράτος να ορίζει αυτό το προϊόν σε κοινωνικό ή ιδιωτικό.
Υπ’ αυτήν την έννοια οι επιχειρήσεις αυτές εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, αφού το παραγόμενο προϊόν αποτελούσε αποτέλεσμα της εταιρικής δουλείας των επιχειρήσεων  και η ιδιοκτησία, ιδιοκτησία του Κράτους  - ιδιοκτήτη. Στην εταιρική δουλεία η ιδιοκτησία παίζει ηγεμονικό ρόλο.
Οφείλει η ΓΣΕΕ να ξαναθέσει  το ζήτημα της κοινωνικής ανταπόδοσης των φόρων και των υποχρεώσεων που απορρέουν για το κράτος.  


Σου θυμίζω επίσης ότι η κατάτμηση των κιλοβατώρων  (kwh) προπαγανδίσθηκε σε κοινωνική παροχή προς τους εργαζόμενους, όταν γνωρίζαμε ότι η κατάτμηση παρήχθη ως αποτέλεσμα  της οξυδέρκεια της συνδικαλιστικής ηγεσίας της ΓΕΝΟΠ να σπάσει την εισοδηματική πολιτική (’84) και να καρπωθεί ποσοστό αύξησης  της τάξεως του 13%.
Σου θυμίζω επίσης της «κοινωνική» παροχή προς τους εργαζόμενου στην χρήση των  μέσων μεταφοράς με το δωρεάν εισιτήριο κατά τις δύο πρώτες πρωινές ώρες.

Όμως οι εργαζόμενοι την περίοδο εκείνη,  δια των αποχαυνωμένων περί της «σοσιαλιστικής δημιουργίας» και του « ο αγώνα τώρα δικαιώνεται»  συνδικαλιστικών ηγεσιών δεν προσδιόρισε ότι το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν , είναι όντως κοινωνικό και επακόλουθο της ανταποδοτικότητας των φόρων των εργαζομένων προς το κράτος και επομένως παραιτήθηκαν του δικαιώματος, πρώτον της συγκρότησης της κοινωνίας των εργαζομένων και, δεύτερο, της αφαίρεσης του δικαιώματος του Κράτους μονομερώς να ορίζει τα πράγματα. 

Μπορεί να χάθηκε η χρυσή περίοδος αυτή, που έβρισκε την τότε συνδικαλιστική ηγεσία ανέτοιμη να αντιληφθεί και να διαχειριστεί τη εξουσία που τις παραχωρείτο,  σήμερα με την έντονη πολιτική κρίση  και της κρίσης στην οικονομία, η αντιπαράθεση των συνδικάτων πρέπει να απελευθερώνει τον πολιτικό λόγο που τους έχει αφαιρεθεί.
Ο τεχνοκρατισμός που παράγεται από το ΙΝΕ στενεύει τα περιθώρια πολιτικού λόγου αφού συμπιέζει την σκέψη στο στενό περιβάλλον που λειτουργεί η οικονομία η αποφορτισμένη από την κοινωνική της καταγωγή και τις κοινωνικές της υποχρεώσεις.

Αγαπητέ πρόεδρε να σου δώσω ένα πρώτο παράδειγμα: υπέγραψες ε.σ.σ.ε. μηδενικών αυξήσεων. Όμως, θεωρώντας ότι τα ζητήματα οικονομικής πολιτικής ξεπερνούν την δικαιοδοσία μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, δεν προσδιόρισες ότι το όφελος που προκύπτει από την μείωση των μισθών σε οριζόντια κλίμακα, έπρεπε να εξακολουθεί να βαρύνει τις επιχειρήσεις, οι οποίες έπρεπε να το καταβάλουν στο Κράτος ως εσωτερικό δανεισμό με την συμμετοχή των εργαζομένων και έτσι να επικυρωνόταν από την Βουλή.
Δεύτερο παράδειγμα: οι μειώσεις στις αποδοχές των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, δεν πραγματοποιήθηκαν με συμφωνία της ΓΣΕΕ και της κυβέρνησης ως σύναψη εσωτερικού δανείου υπέρ του Κράτους με συγκεκριμένη ανταπόδοση, όπως ο Δημόσιος χαραχτήρας τους, ο αποκλεισμός της πιθανότητας εκποίησης σε ιδιώτες κλπ.

Να σου δώσω ένα τρίτο παράδειγμα αντιπαράθεσης.
Το τιμολόγιο της ΔΕΗ θα πρέπει να αντιπαρατεθεί από την μεριά των συνδικάτων στην βάση ότι η καταναλισκόμενη ενέργεια  οικιακής χρήσης επειδή δεν προσφέρεται για παραγωγή προϊόντων και επομένως κερδών, οι εργαζόμενοι το αντιλαμβάνονται ως ανταπόδοση των φόρων που πληρώνουν και εξ αυτού συνεπάγεται ότι το οικιακό τιμολόγιο πρέπει να παρέχει μια δωρεάν χρήση ηλεκτρικής ενέργειας  ( κοινωνικό προϊόν) της τάξεως των 600 κιλοβατώρων  ( επ’ αυτού να γίνει διαπραγμάτευση) και από εκεί και πάνω μια προοδευτική,  ανάλογα του εισοδήματος, εισφορά επί του παρεχόμενου κοινωνικού προϊόντος.
Υπάρχει όμως το ιδιωτικό κεφάλαιο που έχει επενδύσει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Εδώ λοιπόν η ΔΕΗ και οι υπόλοιπες εταιρίες  με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, πωλούν τα προϊόντα τους στις επιχειρήσεις, όχι ως κοινωνικά προϊόντα αλλά ως εμπόρευμα,  οι οποίες με την χρήση ηλεκτρικής ενέργειας παράγουν και εκμεταλλεύονται με κέρδος, κεφάλαια.

Επομένως η ΓΣΕΕ είναι υποχρεωμένη να εμπλουτίσει τον λόγο της με την  διεκδίκηση  μέρους πολιτικής εξουσίας, ανάλογης εκείνης που κατέχουν δια των επιμελητηρίων οι λεγόμενες παραγωγικές τάξεις. Δηλαδή την Νομοτελειακή σχέση της ΓΣΕΕ με το Κράτος και την Κυβέρνηση την οποία θα επικυρώσει η Βουλή με σχετικό νομοθέτημα.
Δηλαδή τι είναι κοινωνικό αγαθό , τι κοινωνική παραγωγή , δεν αποτελεί προνομιακός χώρος του κράτους δια του κόμματος – κυβέρνηση που το διαχειρίζεται, ούτε των επιμελητηρίων που κατά το θεσμικό τους γίγνεσθαι είναι ταγοί του κράτους και συμβουλάτορες της Κυβέρνησης,  αλλά το μήλο της έριδος μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Μεταξύ Κράτους και εργαζομένων.
Βέβαια χωρίς συγκροτημένες κοινωνίες είναι αδύνατη μια τέτοια εξέλιξη.
Η διεκδίκηση όμως δεν είναι αδύνατη!!!

 Γι’ αυτήν την εξουσία σου έλεγα και εσύ διαφωνούσες  για τον ρόλο της ΓΣΕΕ.
Το ινστιτούτο χρειάζεται ενίσχυση και με καθηγητές άλλου επιστημονικού πεδίου, όπως ο κ. Γιανναράς,, μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης και ο Κοντογιώργης, μιας άλλης σχολής σκέψης, και οι δύο καθηγητές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά πέρα από το επίπεδο των Ρομπόλη και Κουζή.

Ο πολιτικός λόγος χρειάζεται πέρα των τεχνοκρατικών γνώσεων και φιλοσοφική και κοινωνιολογική τροφή, ώστε να παράγονται οι ιδέες και ο λόγος.

Βαγγέλης Κωνσταντίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου