Παρακολουθώ τους οικονομικούς αναλυτές, οι οποίοι όμως όπως είναι φυσικό καταγράφουν ή αποκαλύπτουν πτυχές των πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας σε σχέση με την οικονομία ή την κοινωνιολογική ερμηνεία της, κατά την στιγμή που συμβαίνουν συγκρινόμενα με αντίστοιχα που συνέβησαν και επηρέασαν την ανθρωπότητα . Όμως καταπιάνονται με τα ζητήματα αυτά υπό την αρχή, ότι ό,τι δημιουργήθηκε και υπάρχει πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει αλλάζοντας κανόνες και ίσως εργαλεία που να υπηρετούν τον άνθρωπο καλλίτερα από τον παρόντα χρόνο.
Αντιθέτως ισχυρίζομαι ότι ό,τι δημιούργησε ο άνθρωπος εξελίχθηκε ως ασέβεια στην ύπαρξή του και στον δημιουργό του και μετά από κάποιο σημείο η ασέβεια θεοποιήθηκε ως μέσω δημιουργίας και εξέλιξης.
Η προσέγγιση μου δεν υπηρετεί ούτε υπηρετείται από την θεολογία ή την ιδεαλιστική ερμηνεία της δημιουργίας.
Η φτώχεια παραδείγματος χάρη, η πρώτη πράξη θεοποίησης της ασέβεια προς την ύπαρξη του ανθρώπου, γεννά την εξαθλίωση όταν το πέρασμα από στην φτώχεια συντελείται ως μέθοδο και εργαλείο κάμψης των αντιστάσεων του ατόμου και έκπτωση του, όποτε δεν γίνεται «χρήσιμος» πολίτης, δηλαδή δεν καθίσταται χρηστικά αναλώσιμος της δημιουργίας και της εξέλιξης.
Αυτή η φτώχεια είναι η άλλη φτώχεια, εκείνη που σε αποκαθηλώνει, που σου στερεί βασικά γνωρίσματα και ιδιότητες, που σου προσδίδει καινούργιες που σε τοποθετεί στο γίγνεσθαι ως κατάσταση ή αριθμητικό σύμβολο και σε κατηγοριοποιεί, σου προσδιορίζει καταγωγή εξαίρεσης ή σε καταδικάζει σε συγκεκριμένη.
Μεταβάλλεσαι σε ιδιότητα, δηλαδή κατάσταση και μέρος του κινδύνου, ως κίνδυνος που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε άτομο που θα επιχειρήσει να συγκρουστεί με ότι θεωρείται δοσμένο, με ότι τοποθετείται στο χώρο και στο χρόνο δοσμένο. Δοσμένο, με την έννοια ότι υπήρχε εξ αρχής ή έτσι ή για συγκεκριμένο λόγο δημιουργήθηκε. Εκείνου που ορίστηκε με τα χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες και τα μορφολογικά στοιχεία που απέκτησε κατά την στιγμή της γέννησης του. Δηλαδή την στιγμή της δημιουργίας του.
Ποιος καθορίζει το «εκείνο που υπήρχε», ως και να υπήρχε τάχατες ή «εκείνο που δημιουργήθηκε»; Η ασέβεια στην ύπαρξη του ανθρώπου και του κόσμου που τον περιβάλλει.
«Εκείνο που ορίστηκε» προσδιορίζεται από το «χρήσιμο» και τούμπαλι, που και τα δύο κατοικούν το ένα μέσα στο άλλο και προσδιορίζουν όλες τις φάσεις εξέλιξης του ατόμου, ως δημιούργημα και ως ασέβεια.
Δηλαδή, εκείνο που ορίστηκε χρήσιμο είναι χρήσιμο την στιγμή που και όπως ορίστηκε ως τέτοιο. Αλλά και τα δύο εργαλεία που ο άνθρωπος εφηύρε κατά την διάρκεια εξέλιξής τους, έχουν αντίστοιχα με τον άνθρωπο την ίδια ιστορική εξέλιξη.
Κατά την διάρκεια της εξέλιξης του, ο άνθρωπος ανακαλύπτοντας τα εργαλεία που του απελευθερώνουν δυνάμεις ώστε να ελέγξει τις ίδιες δυνάμεις που τον εμποδίζουν ή που το διευκολύνουν, κάνει το λάθος πολλές φορές να ταυτίσει την ύπαρξη του με τα μέσα που κατασκευάζει και οι επιπλέον δυνατότητες που του παρέχονται στην εξελικτική τους κατάσταση, ταυτίζονται με την ύπαρξη του πάνω στο ίδιο λάθος.
Παραδείγματος χάρη, το κεφάλαιο υπό την προϋπόθεση της ενεργοποίησης του μεταβάλλεται σε εργαλείο ανάπτυξης. Συμπερασματικά όμως, η ανάπτυξη ταυτίζεται με το κεφάλαιο ή με την ενεργοποίησή του; Το άτομο πως τοποθετείται στον χώρο αυτό; Πολλοί ταυτίζουν την παρέμβαση του ατόμου στην ενεργοποίηση του κεφαλαίου είτε ως κεφάλαιο είτε ως ανάπτυξη.
Αλλά μήπως το άτομο είναι μια μεταβλητή πάνω στην ύλη, που ανάλογα με τις σχέσεις που δημιουργούνται απελευθερώνονται είτε οι θετικές είτε οι αρνητικές δυνάμεις που κρύβονται μέσα στην ύλη;
Ένα από αυτά τα εργαλεία που προσδιόρισαν τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και με την διατήρησή του στην εν ζωή κατάσταση, είναι οι σχέσεις συνύπαρξης, εξελικτικά κοινοβιακός βίος, στην συνέχεια κοινοβιακή απόκτηση αγαθών επιβίωσης, ανακάλυψη των εργαλείων, μέχρι την ανακάλυψη της δύναμης της ανταλλαγής, δηλαδή ένα σύνολο ιστορικών καταστάσεων οι οποίες απελευθέρωσαν σε εσωτερικές τρίτες δυνάμεις, δηλαδή ένα σύνολο δυνάμεων ως ενδιάμεση τρίτη δύναμη που τις κατέστησε υπόδουλες. Μία από αυτές τις τρίτες δυνάμεις που αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της ανταλλαγής και μεταφράστηκε ως δύναμη πάνω στις σχέσεις, στα προϊόντα, στα εργαλεία προσδιορίζοντας και την υπεροχή και αργότερα την ιδιοκτησία και την εξουσία που ξεπηδούσε μέσα από αυτή, ήταν το νόμισμα.
Το νόμισμα έχει μια δισυπόστατη ιδιότητα. Είναι δύναμη σε εκείνον που το κατέχει και εργαλείο απόδειξης της σχέσης κατοχής, ανθρώπων και προϊόντων, προς τον ασκόντα κατοχικά δικαιώματα.
Το νόμισμα ( αργότερα χρήμα) είναι ότι πιο άχρηστο αλλά ταυτόχρονα πιο επικίνδυνο που επινόησε ο άνθρωπος όταν δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις που έκρυβαν οι ανάγκες του, ο τρόπος απόκτησης αγαθών και τα αγαθά, που δεν υπήρχαν ως αντικειμενική προϋπόθεση για να διατηρηθεί σε καθεστώς συνύπαρξης και στην ζωή, αλλά ως φυσικά συστατικά στοιχεία της ύπαρξής του.
Ενώ κατ’ αρχή μια μικρή κοινότητα ανθρώπων είχε όλα τα απαραίτητα για να ζει κάτω από τις ίδιες υπαρκτές συνθήκες ζωής, όταν δημιουργούνταν ελλείψεις προσερχόταν στην διπλανή κοινότητα και τις αναζητούσε, ανταλλάσσοντας ό,τι της περίσσευε ή ό,τι δεν μπορούσε να καταναλώσουν επιπλέον. Στην συνέχεια όσο εξελίσσονταν και τα εργαλεία βοηθούσαν στην διατήρηση των μέσων διαβίωσης και αναπαραγωγής, ανακαλύπτοντας την δυνατότητα παραγωγής τους, διαπίστωσαν ότι η παραγωγή τους έδινε περισσότερα από όσα χρειάζονταν και αυτά τα επιπλέον τους ήταν άχρηστα. Αργότερα αντελήφθησαν ότι μέσα στα παραγόμενα μέσα διαβίωσης κρύβονταν αξίες που η απελευθέρωσή τους, τους παρείχε δυνάμεις που δεν είχαν φανταστεί ότι υπήρχαν. Αλλά η παραγωγή των μέσων διαβίωσης που τους πρόσδιδε ένα πλεόνασμα πέραν των αναγκών τους και που το προσδιόριζαν ως άχρηστο, διαπίστωσαν ότι σε μια διπλανή ή μακρινή άλλη κοινότητα, ήταν απολύτως αναγκαία για να διατηρηθεί στην ζωή της.
Αυτή ακριβώς ήταν η δύναμη που έκρυβαν τα μέσα διαβίωσης όταν άρχισαν να παράγονται.
Η παραγωγή λοιπόν αποκάλυψε αυτές τις δυνάμεις, οι οποίες εξελίχθησαν ως εργαλείο εξάρτησης, αλληλεξάρτησης και αργότερα δουλείας και εξόντωσης ή εκτόπισης, ανάμεσα, κατ’ αρχή στις κοινότητες και αργότερα ανάμεσα στα άτομα που τις συγκροτούσαν.
Το πλεόνασμα κατά την διαδικασία της παραγωγής των μέσων, παρείχε μια επιπλέον αξία που έμελλε να προσδιορίσει αργότερα και την ανταλλαγή ως αξία δύναμης.
Έτσι η ανάγκη απόκτησης των απαραίτητων μέσων διαβίωσης, υπερτίμησε την ανταλλακτική αξία των απολύτως αναγκαίων, υποβιβάζοντας όμως και τις μεταξύ τους σχέσεις. Από σχέσεις αμοιβαιότητας σε μονολιθικές ανταλλακτικές σχέσεις που εξελίχθησαν σε εκμεταλλευτικές και αργότερα σε σχέσεις δουλείας ή εξάρτησης.
Το πλεόνασμα τώρα αποκτούσε μια επιπλέον αξία και απελευθέρωνε μια επιπλέον δύναμη που όριζε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Για να προσδιοριστή αυτή η νέα αξία και νέα δύναμη του πλεονάσματος, εφευρέθηκε μια έτερη πλασματική αξία, έναντι της οποίας το πλεόνασμα, αλλά και το μη πλεόνασμα, συγκρινόμενο μαζί της, όριζε μια τιμή ανταλλαγής και ισοτιμίας.
Το νόμισμα ως δύναμη πλέον, που παρενέβη στις ανταλλακτικές σχέσεις, προσδιόρισε το μέγεθος και τις ικανότητας που έκρυβαν, και τώρα είχαν απελευθερωθεί, οι δυνάμεις των μέσων διαβίωσης μόνο όμως όσο από αυτές παράγονταν. Αυτό κατά τις πρώτες περιόδους εξέλιξης. Αργότερα, και όσες ο άνθρωπος αποκτούσε, πέραν της παραγωγής από την φύση, η οποία τις παρείχε με ένα αυτόνομο από τον άνθρωπο τρόπο, αλλά που ο άνθρωπος μπορούσε ελεύθερα να τις αποκτήσει, στην ανταλλακτική διαδικασία αποκτούσαν παράλληλες αξίες- δυνάμεις με τα παραγόμενα μέσα. Ενώ κατά την αρχή, στο πρωτοξεκίνημα, το νόμισμα προσδιόριζε την αξία του ανταλλάξιμου προϊόντος στην συνέχεια το νόμισμα δεν άφησε τον εαυτό του ανεπηρέαστο της ανταλλακτική διαδικασίας, αποκτώντας και την ιδιότητα του «παραγόμενου εμπορεύματος».
Τόσο όμως η παραγωγή μέσων όσο και η ελεύθερη πρόσβαση επ’ αυτών, τώρα που τα μέσα είχαν προσδιορισμένες επιπλέον χρηστικές δυνάμεις, ( κυρίως την δύναμη της επιβολής και της κτίσης) τόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων προς απόκτησή τους μεγάλωνε και αποτελούσε πεδίο συγκρούσεων και πολεμικών αλληλοεκτοπίσεων, όσο και τα ίδια τα μέσα εμφάνιζαν ανταγωνιστικές σχέσεις.
Οι αλληλοεκτοπίσεις για την εξασφάλιση των απαιτούμενων μέσων καθώς και των δυνάμεων που κατείχαν αυτές, σε συνδυασμό με τις ανταλλακτικές σχέσεις και το νόμισμα που τις προσδιόριζε, αποκάλυψαν την κτήση, την ιδιοκτησία και την κυριαρχία επί των μέσων και των απελευθερωμένων δυνάμεων τους.
Σήμερα η ιδιοκτησία των μέσων έχει υποδεέστερη αξία και δύναμη από την ιδιοκτησία των απελευθερωμένων δυνάμεων τους.
Διαπίστωσαν όμως πως το νόμισμα δεν αξιολογούσε μόνο τις ανταλλακτικές σχέσεις αλλά προσδιόριζε και την δύναμη αλλά και της αξία της ανταλλαγής, που είχε πλέον απελευθερωθεί μέσα από την αναγκαιότητα των μέσων διαβίωσης.
Κατά την διαδικασία της ανταλλαγής, η προσδιορισμένη δύναμη επί της αξία της πάνω στο μέσο προς ανταλλαγή, με την χρήση του ενδιάμεσου παράγοντα του νομίσματος, προσδίδει στο μέσο αξία, όση η δύναμη που ασκείται πάνω του, που του προσθέτει ή του αφαιρεί δυνάμεις αντιστοίχως μεγαλύτερες ή επικυρίαρχες, και που αποτελούν επικυριαρχικά δικαιώματα, για την επιβίωση του άλλου που προσέρχεται στην ανταλλαγή.
Τούτο, διότι κατά την διαδικασία της ανταλλαγής το μέσο μεταφράζεται από αξία προϊόντος που εκπροσωπεί τον παραγωγό άνθρωπο σε δύναμη υποταγής του, που χάνοντας την αρχική του – χρηστική- αξία, αποκτά στην συνέχεια και κατά την διαδικασία της ανταλλαγή αλλά και αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής, ιδιότητες που υποτάσσουν το άτομο στις ανάγκες του.
Στον σημερινό κόσμο, η χρηματιστηριοποίηση των αναγκών, αποφασίζει αν θα πεθαίνουν από υποσιτισμό ή όχι οι λαοί του τρίτου κόσμου.
Στην εξελικτική πορεία των πραγμάτων, όπως το νόμισμα έπαιξε το ρόλο του ενδιάμεσου κατά την ανταλλαγή των μέσων και αργότερα ως μέσο και αξία δύναμης, έτσι και η ανταλλαγή ως διαδικασία σχέσεων μεταξύ των ατόμων με την κοινότητά τους και οι κοινότητες μεταξύ τους, ως μέσο απέκτησε δεσπόζουσα θέση σχέσεων απελευθερώνοντας δυνάμεις που κατείχε, όπως η δύναμη της ιδιοποίησης της από τρίτους που ορίστηκαν ή αυτό-ορίστηκαν αργότερα ως μεσολαβητές. Έχουμε δηλαδή την εμφάνιση των μεσολαβητικών σχέσεων μεταξύ ατόμων, αυτών και κοινότητας και κοινοτήτων μεταξύ τους.
Τα μέσα εκτός από μια ανταλλακτική αξία απέκτησαν και μια νέα, την μεσολαβητική που αργότερα εξελίχθηκε σε εμπορευματική, όταν στο μέσο αναγνωρίσθηκε μεγαλύτερη αξία από αυτή που κατείχε ο λόγος για τον οποίο παρήχθη. Όταν δηλαδή μετατράπηκε σε εμπόρευμα και δύναμη, που όριζε τόσο την θέση του ατόμου μέσα στην κοινότητα, όσο και την θέση του κατά την ανταλλακτική διαδικασία.
Η εργασία ενώ είναι το μέσο, μέσω της οποίας το άτομο αποκτά τα απαραίτητα της ζωής και της διαιώνισή του, ως μέσο υπό κατοχή εμπορεύματος, υποβάλει σε κατοχική δουλεία το άτομο απέναντι στις ανάγκες του. Γιατί η απελευθερωμένη δύναμη των μέσων είναι η δύναμη υποταγής σε αυτά το σύνολο των αναγκών για την επιβίωση του ατόμου. Επομένως η εργασία αποκτά διττή ιδιότητα. Είναι, και μέσο που κατέχει ο άνθρωπος και δύναμη υποταγής του ανθρώπου στα μέσα. Έτσι ο άνθρωπος στην διαδικασία υποταγής των αναγκών του υποτάσσεται σε αυτές μέσα από την εργασία, όταν αυτή πραγματοποιείται σε καθεστώς ιδιοκτησίας της από τα μέσα και τα μέσα ως δυνάμεις που απελευθερώνονται όταν βρίσκονται υπό κατοχική ιδιοκτησία τους. Αργότερα κατά την οργανωμένη παραγωγή, η κατοχική ιδιοκτησία όχι μόνο των μέσων αλλά η ιδιοκτησία των δυνάμεων που απελευθερώθηκαν, οδήγησε σε μια διάσπαση της, μέσω την οποίας ξεπήδησε η Διεύθυνση των απελευθερωμένων δυνάμεων, η οποία στην συνέχεια περιόρισε την αξία της κατοχικής ιδιοκτησίας επί των μέσων και των αναγκών.
Αυτή, κάθε αυτή λοιπόν είναι και η πεμπτουσία της εξαρτημένης εργασίας.
Με την σειρά της η εμπορευματική δύναμης επέβαλε τόσο πάνω στα μέσα όσο και πάνω στις ανταλλακτικές σχέσεις μια επιπλέον αξία και μια δύναμη που προσδιόριζε την αξία αυτή ως ανώτερη αυτής καθ’ εαυτής της ανταλλαγής αλλά και των μέσων προς ανταλλαγή, την διαμεσολάβηση.
Τούτο διότι η εμπορευματική δύναμη που απέκτησε το παραγόμενο είδος ή μέσο όρισε, έστω και κατ’ αυθαίρετο τρόπο, τις αξίες που έκρυβαν τα μέσα ή τα προϊόντα, τις αξίες που περιέβαλλαν τα μέσα ή τα προϊόντα, την παραγωγή τους, την ανταλλαγή του, τις δυνάμεις τους καθώς και μια καινούργια δύναμη που υπόταξε τις προηγούμενες, την δύναμη του μεσολαβητή.
Αυτή η δύναμη δημιούργησε μια δουλεία και αργότερα μια εξάρτηση υποταγής όλων των παραγόντων και των διαδικασιών, στο μεσολαβητή.
Όσο η κοινότητα κατά την ανταλλαγή έπαιζε και το ρόλο του ενδιάμεσου μεσολαβητή ( απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις), τόσο η δουλεία που δημιουργούταν εξ αιτίας της μεσολάβησης ( διαπραγμάτευσης) έμενε ορφανή. Αντιθέτως αποκτούσε δυνάμεις επικυριαρχίας των σχέσεων και των μέσων, όταν ο μεσολαβητή ήταν τρίτος παράγοντας και η διαμεσολάβηση παρήγαγε μεγαλύτερο όφελος για τον μεσολαβητή, από το όφελος που επέφεραν τα ανταλλάξιμα μέσα ή προϊόντα.
Όλα τα παραπάνω δεν αναφέρονται τυχαία, αλλά ό,τι νομίζουμε αυτονόητα, είναι απλώς μηχανιστικά μέσα και η μετατροπής τους σε μηχανιστικά μέσα αντανακλούν εντολές που θεωρούνται απαραβίαστες, αναγκαίες και απολύτως φυσικές επί των σχέσεων μεταξύ αναγκών και ανθρώπων, ανθρώπων και κοινοτήτων, κοινότητες με αντίστοιχές τους, αποκρύπτοντας τις δυνάμεις που παρεμβαίνουν ώστε όλα αυτά να εμφανίζονται ως απολύτως φυσιολογικά και να καθορίζουν τόσο τα άτομα, όσο και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Αυτά λοιπόν που θεωρούνται απολύτως φυσιολογικά και παράγωγα της εξέλιξης του ανθρώπου, έχουν μεταβάλει τον άνθρωπο από ζωοφόρο οργανισμό και παράγοντα της εξέλιξής του, σε αριθμό και σύμβολα μαθηματικών σχέσεων, που ο ίδιος ο άνθρωπος χρησιμοποιεί και χρησιμοποιείται προς απόδειξη των σχέσεων αυτών.
Έτσι το σύστημα που έχουμε κατασκευάσει, που μας προστατεύει και μας διατηρεί εν ζωή και μας αναπαράγει, μας αναγνωρίζει μόνο ως αριθμούς και σύμβολα, ως καταστάσεις, μέσα, δύναμη, εξουσία, κόστος, κέρδος και κίνδυνο της ύπαρξης του.
Ο άνθρωπος έχει καταστεί δούλος και εργαλείο δουλείας, ενός συστήματος ασφάλειας και διαιώνισης του, ίδιο με ό,τι κατασκεύασε.
Η καταστροφή του ανθρώπου θα καταστρέψει το σύστημα που ο ίδιος κατασκεύασε. Το αντίθετο, δεν ενέχει την πιθανότητα της καταστροφής του. Αλλά αυτό είναι μια εκ των πολλών πιθανοτήτων, πιθανότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου